Παιδιά μου
Για τον διαγωνισμό οι ομάδες είναι έως τρία άτομα.
Εδώ είναι κάποια ποιήματα για να εμπνευστειτε.. είναι δικά μου... Άρα χρησιμοποιείστε τα ελεύθερα
Ένα βουνό από παπούτσια. Άδεια δέρματα, λυμένα κορδόνια που ψάχνουν ακόμα δάχτυλα. Εκείνο το κόκκινο, το μικρό, με τη γδαρμένη μύτη, ίσως έτρεχε σε μια αυλή με λεμονιές πριν το τρένο. Τώρα, σωπαίνει πίσω από το τζάμι.
Δεν έχει πια ονόματα εδώ, μονάχα νούμερα γραμμένα με κρύο μελάνι στο δέρμα, και μια μυρωδιά καπνού που κολλάει στα μαλλιά, ένας καπνός που κάποτε ήταν γέλιο, που κάποτε ήταν το «καληνύχτα» μιας μάνας.
Η σιωπή εδώ δεν είναι ησυχία. Είναι το ουρλιαχτό του ανέμου στα συρματοπλέγματα, είναι το χιόνι που σκεπάζει τις στάχτες και τις κάνει να μοιάζουν με λευκή λήθη. Όμως η στάχτη θυμάται. Θυμάται τη ζεστασιά του σώματος που της έκλεψαν.
Το τρένο δεν είχε παράθυρα, μόνο χαραμάδες που έκοβαν τον ουρανό σε λωρίδες. Μια ανάσα στριμωγμένη ανάμεσα σε ξένους ώμους, το σκοτάδι να μυρίζει φόβο και σκουριά.
Ένας άντρας κρατάει ακόμα το κλειδί του σπιτιού του στην τσέπη. Το σφίγγει μέχρι να πονέσει η παλάμη. Νομίζει πως η πόρτα του τον περιμένει πίσω, με το τραπέζι στρωμένο και το ρολόι να χτυπά στον τοίχο. Δεν ξέρει πως το κλειδί του τώρα ξεκλειδώνει μόνο το χάος.
Στην αποβάθρα, ένας φρουρός φωνάζει. Ένα παιδί αφήνει την κούκλα του να πέσει στις λάσπες. Το βλέμμα της κούκλας, γυάλινο και ακίνητο, κοιτάζει την Ιστορία να περνάει από πάνω της με βαριές μπότες.
Κι ύστερα, ο καπνός. Ένα γκρίζο σύννεφο που δεν φέρνει βροχή, παρά μόνο τη σκόνη από τα όνειρα που έγιναν γράμματα στον άνεμο.
Θεατρικό δρώμενο
Τίτλος: «Η Βαλίτσα»
Μονόπρακτο για το Ολοκαύτωμα
Πρόσωπα:
Άννα, νέα γυναίκα
Δαβίδ, αδελφός της
Φρουρός, φωνή/σκιά
Αφηγητής (προαιρετικός)
Χώρος: Σκοτεινή αποβάθρα τρένου. Στο κέντρο μια παλιά βαλίτσα. Ήχοι ατμομηχανής στο βάθος.
(Αμυδρό φως. Η Άννα κάθεται δίπλα στη βαλίτσα. Ο Δαβίδ στέκεται όρθιος, κοιτάζει το σκοτάδι.)
Άννα: (χαμηλόφωνα) Μας είπαν να πάρουμε μόνο ό,τι χωράει εδώ μέσα. Πώς χωράει μια ζωή σε μια βαλίτσα;
Δαβίδ: Δεν χωράει. Γι’ αυτό αφήνουμε πίσω ό,τι δεν αντέχουν να μας πάρουν. (παύση) Τι έβαλες;
Άννα: Μια φωτογραφία της μητέρας. Ένα βιβλίο που δεν πρόλαβα να τελειώσω. Και ψωμί… για να θυμάμαι τη μυρωδιά του σπιτιού.
Δαβίδ: Εγώ έβαλα το όνομά μας. (χτυπά ελαφρά το στήθος) Αν μας το πάρουν κι αυτό, τι μένει;
(Ακούγεται σφύριγμα τρένου. Σκιά Φρουρού περνά.)
Φρουρός (φωνή): Γρήγορα! Στη σειρά!
Άννα: (τρέμει) Δαβίδ… φοβάμαι.
Δαβίδ: Κι εγώ. Αλλά κοίτα με. Αν χαθούμε, να θυμάσαι: υπάρχουμε όσο μας θυμούνται.
Άννα: Κι αν δεν μας θυμηθεί κανείς;
Δαβίδ: Τότε θα μιλήσει αυτή η βαλίτσα. Θα πει πως κάποτε υπήρξαμε άνθρωποι.
(Η Άννα ανοίγει τη βαλίτσα. Το φως πέφτει μέσα.)
Άννα: Να αφήσουμε κάτι εδώ; Ένα σημάδι;
Δαβίδ: (βγάζει τη φωτογραφία) Αυτή. Όχι για να μας βρουν. Για να μη μας ξεχάσουν.
(Αφήνει τη φωτογραφία στο πάτωμα. Σφύριγμα δυνατό.)
Φρουρός (φωνή): Τώρα!
(Ο Δαβίδ πιάνει το χέρι της Άννας.)
Δαβίδ: Αν δεν γυρίσουμε… πες την ιστορία μας στον αέρα.
Άννα: Θα την πω σε όποιον ακούει.
(Σκοτάδι. Οι ήχοι του τρένου δυναμώνουν και σβήνουν.)
(Φως μόνο στη βαλίτσα και στη φωτογραφία.)
Αφηγητής: Δεν είναι αριθμοί. Είναι ονόματα. Δεν είναι σιωπή. Είναι μνήμη. Όσο ανοίγει μια βαλίτσα, όσο λέγεται μια ιστορία, το σκοτάδι δεν νικά.
(Σκοτάδι.)
ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ
4 α. «Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι το κοινό, το οποίο αλλάζει από χώρα σε
χώρα. Οι Γάλλοι είναι επίσημα ντυμένοι και παραμένουν σιωπηλοί σ’ όλη τη διάρκεια της
παράστασης. Οι Ιάπωνες ακόμα πιο επίσημα ντυμένοι και πιο σιωπηλοί. Οι Αμερικανοί
βιάζονται να πάνε σπίτια τους να δουν τηλεόραση. Οι Έλληνες έχουν μια συνεχή ανησυχία.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λύσεις το γρίφο του έργου και το γρίφο του κοινού, χωρίς να
παρασυρθείς από αυτό » …
Β. Η δημιουργικότητα είναι μια απύθμενη δεξαμενή λύσεων. Ακόμα και στο δρόμο να
βγεις, μπορείς να μαζέψεις πεταμένα έπιπλα και να τα κάνεις θεατρικό σκηνικό. Δεν
χρειάζονται χρήματα, αλλά φαντασία για μια καλή παράσταση »
Ο Μπομπ Γουίλσον στην Καθημερινή
Τρόπος ανάπτυξης : ------------------------------------------------------------------------------------------------
5. Περίοδος ονομάζεται ένα σύνολο από λέξεις που εκφράζει ένα πλήρες νόημα. Μια
περίοδος μπορεί να περιέχει μία, δύο ή περισσότερες προτάσεις . Στον προφορικό λόγο το
σύνολο αυτό βρίσκεται ανάμεσα σε παύσεις της φωνής , ενώ στο γραπτό λόγο ανάμεσα σε
τελείες .
Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ΟΕΔΒ
Τρόπος ανάπτυξης : ------------------------------------------------------------------------------------------------
6. Θεωρώ, όπως έχω ξαναγράψει, τα ταξίδια μία από τις σημαντικότερες επενδύσεις στη
ζωή ενός ανθρώπου .Ταξιδεύω σημαίνει βλέπω, μαθαίνω, απολαμβάνω, ξεκουράζομαι,
διασκεδάζω . Όλα μαζί. Σημαίνει επίσης ότι βελτιώνομαι με τη γνώση που αποκτώ κατά την
επαφή μου με άλλους πολιτισμούς. Σημαίνει, κυρίως, την αποκάλυψη - συνειδητοποίηση
του ποιος είμαι, την τοποθέτησή μου στον τόπο, στο χώρο, στο χρόνο .
Κ. Βίδος, Βημαgazino
Τρόπος ανάπτυξης : ------------------------------------------------------------------------------------------------
7 Η προπαγάνδα, για να το θέσω απλά, είναι ο έλεγχος των πεποιθήσεων των ανθρώπων.
Δεν περιστρέφεται γύρω από την αλήθεια ή το ψέμα, αλλά γύρω από τη δημιουργία
ιστοριών οι οποίες θα θεωρούνται αληθείς, καθώς δεν μπορεί να αποδειχθεί το αντίθετο.
Από τη φύση της η προπαγάνδα δεν έχει αρνητική υπόσταση, εκτός αν θεωρηθούν οι
θρησκείες αρνητικοί φορείς προπαγάνδας. Για τη διάδοσή της χρησιμοποιούνται τα όποια
διαθέσιμα μέσα, ενώ εμπλουτίζονται και με πληροφορίες. Έτσι, περισσότερη πληροφόρηση
ισούται με περισσότερη προπαγάνδα.
Ε. Οζέ: «Η καλύτερη εποχή της προπαγάνδας», συνέντευξη στην Καθημερινή
Τρόπος ανάπτυξης : ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Επιμέλεια : Σερδάκη Ευαγγελία – www.synodoiporos.weebly.com Page 3
8. Κάποιες από τις δραματικότερες πτυχές της κρίσης του 2010-14 παρέμειναν αθέατες.
Εκατοντάδες χρηματαποστολές ανεφοδίαζαν αδιάκοπα τις τράπεζες, για να μη μείνει
κανένα ΑΤΜ χωρίς ευρώ και στο τελευταίο ελληνικό χωριό. Μυστικές πτήσεις μετέφεραν
δισεκατομμύρια του Ευρωσυστήματος για να προληφθεί ο πανικός των καταθετών στις
οξύτερες φάσεις, όπως την άνοιξη του 2010, τον Νοέμβριο του 2011 ή τον Μάιο-Ιούνιο του
2012. Ολα περιγράφονται στο Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης, που εκδόθηκε την περασμένη
εβδομάδα από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Γ. Παγουλάτος, Οι αθέατες πτυχές της κρίσης - Καθημερινή, 15 /6/ 14
Τρόπος ανάπτυξης : ------------------------------------------------------------------------------------------------
9. Ηδη η Βραζιλία γέμει * ανισοτήτων και αντιθέσεων. Πολύ πλούσιοι από τη μία και πολύ
φτωχοί από την άλλη, πολυτελέστατα ξενοδοχεία για τους ευκατάστατους τουρίστες,
απέναντι από τη ωμή πραγματικότητα των παραγκουπόλεων, με την απόσταση των δύο
κόσμων να την ορίζουν μόλις μερικά λεπτά. Στρατός περιφρούρησης αγώνων και τάξης,
εναντίον διαδηλωτών στο εκτός ποδοσφαίρου αμφίρροπο ντέρμπι.
Μ. Τσιγκρής - Οι διχασμένοι Βραζιλιάνοι και ο... ρόλος της Εθνικής τους - Καθημερινή, 15 /6/ 14
*γέμει = είναι γεμάτη
Τρόπος ανάπτυξης : ------------------------------------------------------------------------------------------------
10 . Οι βάσεις του τρόπου σκέψης, αλλά και η στάση απέναντι στη γνώση διαμορφώνονται
από πολύ μικρή ηλικία. Το παιδί, όταν έρχεται στο σχολείο, αν και δεν έχει ακόμα ένα
ισχυρό μορφωτικό απόθεμα, έχει σίγουρα μια μορφωτική προδιάθεση, μια νοοτροπία
απέναντι στο διάβασμα και τη μάθηση διαμορφωμένη μέσα στην οικογένεια. Μάλιστα
στην εποχή μας, ισχύει και κάτι άλλο. Ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των γονιών, σε σχέση
με προηγούμενες εποχές, έχει ανεβασμένο επίπεδο σπουδών, είναι περισσότερο «πάνω
από το παιδί του» κατά τη διαδικασία μάθησης.
Κ. Ιωαννίδης, Η πτώση του μορφωτικού επιπέδου και η υποκρισία της αστικής τάξης
www.alfavita.gr
Τρόπος ανάπτυξης : ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Επιμέλεια : Σερδάκη Ευαγγελία – www.synodoiporos.weebly.com Page 4
ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Β . Γράψτε τώρα στο τετράδιο της ΝΕ Γλώσσας τη δική σας παράγραφο .
Ξεκινήστε με τη θεματική περίοδο :
1. Η φετινή σχολική χρονιά δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς.
Ή :
2. Μπαίνοντας κανείς στο δωμάτιό μου δεν είναι δύσκολο να καταλάβει πόσο μεγάλη
εξάρτηση έχω από τον υπολογιστή .
Ή :
3. . Μου αρέσουν πολύ οι διακοπές σε μέρη που συνδυάζουν βουνό και θάλασσα .
Συνεχίστε τώρα με όποιο θέμα επιλέξατε και προχωρήστε στις λεπτομέρειες της
παραγράφου . Χρησιμοποιήστε την αιτιολόγηση ή τα παραδείγματα, ή το συνδυασμό
Κάποτε είχαμε πατρίδα και τη νομίζαμε μοναδική,
Μες στο χάρτη όποιος κοιτάξει κάπου θα τη βρει:
Δεν μπορούμε να πάμε εκεί τώρα, αγάπη, δεν μπορούμε να πάμε εκεί τώρα.
Στο κοιμητήρι του χωριού ο γερο-ίταμος φυτρώνει,
Κάθε που μπαίνει η άνοιξη ανθεί και ξανανιώνει:
Τα παλιά διαβατήρια όμως όχι, αγάπη, τα παλιά διαβατήρια όμως όχι.
Είπε ο πρόξενος χτυπώντας το τραπέζι νευρικός,
«Αν δεν έχεις διαβατήριο, είσαι τυπικά νεκρός»:
Αλλά εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί, αγάπη, εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Θέμα: Στην επικοινωνία με προφορικό λόγο το μήνυμα εκπέμπεται από τον πομπό και την ίδια χρονική στιγμή προσλαμβάνεται από το δέκτη που βρίσκεται συνήθως στον ίδιο χώρο. Αντίθετα, η επικοινωνία με γραπτό λόγο είναι κατά κανόνα μοναχική δραστηριότητα, στην οποία ο πομπός απευθύνεται σε δέκτη απόντα που προσλαμβάνει το μήνυμα ύστερα από ένα χρονικό διάστημα. Σε ένα κείμενο (400-500 λέξεων) εκθέστε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του προφορικού και του γραπτού λόγου ως μέσων επικοινωνίας.
Ο λόγος διακρίνεται σε προφορικό και γραπτό. Αναντίρρητα, διαπιστώνονται διαφορές ανάμεσα στις δύο μορφές λόγου, όσον αφορά το λεξιλόγιο, τη συνοχή, τη νοηματική πυκνότητα, το ύφος αλλά επισημαίνονται και αποκλίσεις σε επικοινωνιακό και αισθητικό επίπεδο. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δε συνιστούν μέτρο υπεροχής και ανωτερότητας του γραπτού ή του προφορικού λόγου. Γι’ αυτό δεχόμαστε ανεπιφύλακτα την ισοτιμία τους θεωρώντας πως και τα δύο είδη του λόγου προάγουν τον ανθρώπινο πολιτισμό.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του έλλογο ον, προικισμένος με τη δυναμική του λόγου, ομιλίας και έκφρασης. Λόγω αυτής ακριβώς της ιδιότητάς του σκέφτεται και μορφοποιεί τη σκέψη του άλλοτε με τον προφορικό λόγο και άλλοτε με τον γραπτό.
ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
πλεονεκτήματα
≈ Ο ανώτερος πολιτισμός ανακαλύφθηκε με την ανακάλυψη της γραφής.
≈ Τα γραπτά κείμενα γίνονται αθάνατα και αποθηκεύουν γνώσεις προηγούμενων γενιών.
≈ Ο γραπτός λόγος χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και ακρίβεια στην έκφραση, από μεστότητα. Είναι επιμελημένος, με φροντισμένη σύνταξη και πλούσιο λεξιλόγιο.
≈ Είναι σαφής γιατί προηγείται σκέψη, μελέτη, προσχεδιασμός. Δεν επιδέχεται αοριστολογίες και σπάνια δέχεται διορθώσεις.
≈ Έχει κύρος και δύσκολα παρερμηνεύεται. Έχει χαρακτήρα επίσημο και μακροβιότητα.
≈ Οι τυχόν αμφιβολίες εκλείπουν με τη βοήθεια των συμφραζομένων και με την προσεκτική μελέτη και εμβάθυνση.
≈ Μπορεί να νικά τη φθορά του χρόνου και τις αδυναμίες της μνήμης.
μειονεκτήματα
≈ Είναι περισσότερο ψυχρός, απρόσωπος, τυπικός.
≈ Είναι ανέκφραστος όσον αφορά τα συναισθήματα του πομπού – γράφοντα γιατί χρησιμοποιεί έναν κώδικα συγκεκριμένο, αυτοματοποιημένο. Δεν έχει την αμεσότητα έστω και αν έπεται απάντηση.
≈ Δεν είναι προσιτός στο μέσο άνθρωπο.
≈ Ο χρόνος που μεσολαβεί φθείρει τα νοήματα, τα αποστεώνει από την επικαιρότητά τους. Δε δίνει τη δυνατότητα άμεσης απόκρισης.
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
πλεονεκτήματα
• Προηγήθηκε ιστορικά του γραπτού λόγου, καθώς εμφανίζεται με τη δημιουργία των πρώτων κοινωνιών.
• Η προφορική ομιλία υπερέχει ποσοτικά, αφού οι άνθρωποι περισσότερο γράφουν παρά μιλούν.
• Ο προφορικός λόγος διαθέτει παραγλωσσικά (επιτονισμός) και εξωγλωσσικά γνωρίσματα (χειρονομίες, έκφραση προσώπου) και έτσι ο πομπός και ο δέκτης φανερώνουν τη σκέψη, τη στάση, τα συναισθήματα τους.
• Είναι λόγος αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος.
• Εκφράζει άμεσα τον συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου. Επιδέχεται επεξηγήσεις, διευκρινίσεις, αντίλογο, αντίθεση. Αντανακλά την όλη ψυχική κατάσταση του ανθρώπου και αποκαλύπτει τον εσωτερικό του κόσμο, γιατί σε συνδυασμό με τις κινήσεις και την όλη έκφραση εξωτερικεύει την κατάσταση της ψυχής. Επειδή είναι απροσχεδίαστος είναι και ειλικρινής. Ευνοεί τον διάλογο.
• Διαθέτει αμεσότητα, καθώς η επικοινωνία συντελείται στον ίδιο χώρο και την ίδια στιγμή.
• Υπερέχει σε περιπτώσεις πολυσημίας, γιατί ο ακροατής μπορεί να ζητήσει διευκρινίσεις από τον ομιλητή.
• Προφορικά οι άνθρωποι επικοινωνούν ακόμα κι αν είναι αναλφάβητοι.
• Στον προφορικό λόγο η γλώσσα εξελίσσεται με ταχύτερους ρυθμούς.
μειονεκτήματα
• Είναι λιγότερο επιμελημένος, απροσχεδίαστος και μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες.
• Δεν ευνοεί τον απαίδευτο, μιας και μπορεί να τον ρίξει σε παγίδες που ο ίδιος ακούσια δημιούργησε.
• Τα λόγια λησμονούνται εύκολα, η μνήμη δύσκολα αποτυπώνει την ακρίβεια των λόγων, με αποτέλεσμα καθετί σημαντικό να χάνεται.
• Οι λέξεις έχουν πολυσημία και ειδικά ο προφορικός λόγος επιδέχεται πολυάριθμες προεκτάσεις, δεν είναι σαφής και δημιουργεί προβλήματα επικοινωνίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συμπερασματικά, ο προφορικός και ο γραπτός λόγος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένοι και ανυπολόγιστα χρήσιμοι στη ζωή, σε όλα τα επίπεδα και τομείς, και την υπεροχή του ενός έναντι του άλλου την καθορίζουν οι περιστάσεις. Η αναγκαιότητα της στιγμής, του εκάστοτε συμβάντος και χώρου, επιλέγει το είδος του λόγου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί.
«ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (στ. 1-99)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Πολυαγαπημένη μου αδερφή Ισμήνη, άραγε ξέρεις αν υπάρχει κάποια από τις συμφορές που
μας κληροδότησε ο Οιδίποδας, την οποία να μην εκτελεί ο ∆ίας, ενώ εμείς οι δυο είμαστε ακόμα στη ζωή;
Γιατί δεν υπάρχει τίποτα ούτε οδυνηρό ούτε ολέθριο ούτε αισχρό ούτε επονείδιστο,που να μην έχω δει εγώ
να ανήκει στα δικά σου και στα δικά μου βάσανα. Και τώρα, τι είναι πάλι αυτή η διαταγή που λένε ότι
διακήρυξε ο στρατηγός (ο Κρέοντας) πριν από λίγο σε όλους τους πολίτες; Ξέρεις τίποτα κι έχεις ακουστά;
Ή σου διαφεύγει ότι συμφορές που ταιριάζουν στους εχθρούς έρχονται πάνω στους αγαπημένους μας;
ΙΣΜΗΝΗ: Σε μένα τουλάχιστον, Αντιγόνη, δεν έχει φτάσει καμιά είδηση για τους αγαπημένους μας ούτε
ευχάριστη ούτε δυσάρεστη, αφότου εμείς οι δυο στερηθήκαμε τα δυο μας αδέρφια, που σκοτώθηκαν την
ίδια μέρα με αμοιβαίο φόνο· κι από τότε που τράπηκε σε φυγή ο Αργείτικος στρατός τη νύχτα αυτή, δεν
ξέρω πλέον ούτε ότι είμαι πιο ευτυχισμένη ούτε πιο δυστυχισμένη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ήμουνα σίγουρη· και γι’αυτό ζήτησα να σε φέρω έξω απ’ τις αυλόπορτες (του ανακτόρου), για
να τ’ ακούσεις μόνη σου.
ΙΣΜΗΝΗ: Τι είναι λοιπόν; Γιατί δείχνεις ότι κάποια είδηση βασανίζει το νου σου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Γιατί, δεν έχει κρίνει ο Κρέων από τους δυο αδερφούς μας τον έναν άξιο ταφής, ενώ τον άλλο
ανάξιο; Τον Ετεοκλή, δηλαδή, όπως λένε, αφού του φέρθηκε με δίκαιαη κρίση και σύμφωνα με το νόμο,
διέταξε να τον θάψουν, ώστε να είναι τιμημένος μες στους νεκρούς στον κάτω κόσμο, αλλά το νεκρό του
Πολυνείκη, που σκοτώθηκε με άθλιο τρόπο, λένε ότι έχει διακηρυχθεί στους πολίτες να μην τον θάψει
κανείς ούτε να τον θρηνήσει, αλλά να τον αφήσουν άκλαυτο, άταφο, ευχάριστο εύρημα για τα όρνια, που
λαίμαργα ψάχνουν για την τροφή τους. § Τέτοια λένε ότι έχει κηρύξει δημόσια ο «καλός» ο Κρέοντας για
σένα και για μένα- ναι, λέω και για μένα- κι ότι έρχεται εδώ για να διακηρύξει δημόσια όλα αυτά σε όσους
δεν τα ξέρουν κι ότι δεν το θεωρεί κάτι ασήμαντο, αλλά όποιος κάνει κάτι από αυτά, τον περιμένει
θάνατος με δημόσιο λιθοβολισμό στην πόλη. Ξέρεις τώρα, και γρήγορα θα δείξεις αν είσαι μικρόψυχη,
μολονότι έχεις ευγενική καταγωγή.
ΙΣΜΗΝΗ: Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, δύστυχη αδερφή μου, τι όφελος θα μπορούσα να φέρω εγώ είτε
χαλαρώνοντας ή σφίγγοντας τον κόμπο;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Σκέψου αν θα με βοηθήσεις κι αν θα συνεργαστείς μαζί μου.
ΙΣΜΗΝΗ: Σε ποια επικίνδυνη πράξη; Πού πάει ο νους σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Αν θα σηκώσεις το νεκρό μ’ αυτό το χέρι.
ΙΣΜΗΝΗ: Αλήθεια σκέφτεσαι να τον θάψεις, αν και αυτό είναι ρητά απαγορευμένο σε όλη την πόλη;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Το δικό μου βέβαια και το δικό σου αδερφό, αν εσύ δε θέλεις· δε θα κατηγορηθώ ότι τον
πρόδωσα.
ΙΣΜΗΝΗ: Παράτολμη εσύ, παρόλο που ο Κρέοντας έχει προστάξει τα αντίθετα;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα αυτός να με εμποδίσει να θάψω τους δικούς μου.
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η Τιμή και το Χρήμα επιμέλεια Δώρα Ραβανίδου
Άλλα θέματα για συζήτηση: ü Τα συναισθήματα του αναγνώστη προς τα πρόσωπα ü Η θέση της γυναίκας ü Η αξία της εργασίας
δες και τα δύο φύλλα εργασίας εδώ
και ένα παράδειγμα αξιολόγησης (από τις πανελλήνιες 2000)
ΚΕΙΜΕΝΟ, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα (απόσπασμα)
(Σύνδεση με τα προηγούμενα) Η σιόρα Επιστήμη δέχεται την επίσκεψη του θείου του Αντρέα. Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300 μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική απάντησή της, αποφασίζει να δουλέψει, για να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος, ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον χτυπάει σκληρά στο μπράτσο. Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα: «Μη μου χάσεις το σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας μου, όλα, μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!». Ο Αντρέας, που η πληγή του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι της και της λέει τα νέα. [Ανάθεμά τα τα τάλαρα]
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε. «Γιατί δε χαίρεσαι;», την ερώτησε. Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα 'χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα. Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν. Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!». Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Εφταιξα. Μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού, είπε να μου τα δώκεις τα χίλια». «Και ξαναγοράζεις», του 'πε η Ρήνη πικρά, «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!»,. Κι εβάλθηκε να κλαίει. «Την αγάπη;», ερώτησε αχνίζοντας. «Και δεν την έχω;». «Οχι!», του αποκρίθηκε, «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες, πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!». «Θα ξανάρθει», της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα 'ναι παράδεισος!». «Οχι!», του 'πε. «Επειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα, ποιόνε έχω ανάγκη;». Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;». «Σ' εδυστύχεψε!», είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!». «Πάμε!», είπε ο Αντρέας. «Οχι!», του 'πε μ' απόφαση. «Εδώ είναι ο χωρισμός μας, θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω* το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία. θα τα πάρει από τες κυράδες της. Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα, ποιόνε έχω ανάγκη;». Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!». Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα. «Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!». Κι εβγήκε στο δρόμο.
* κουναρώ μεγαλώνω, αναθρέφω
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
1. Το διήγημα «Η τιμή και το χρήμα» ανήκει στη δεύτερη φάση της συγγραφικής δημιουργίας του Κ. Θεοτόκη. Ποιον κοινωνικό προβληματισμό προβάλλει ο συγγραφέας στα έργα της φάσης αυτής, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που σας δόθηκε; Μονάδες 15
2. Ποιους αφηγηματικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Κ. Θεοτόκης στο κείμενο αυτό και τι επιτυγχάνει με καθένα από αυτούς; Μονάδες 20
3. «Τινάζοντας από πάνω της όλες τις κοινωνικές προκαταλήψεις, η νεαρή ηρωίδα (η Ρήνη) απελευθερώνεται κοινωνικά και ηθικά» (Γ. Δ. Παγανός). Πώς επαληθεύεται η άποψη αυτή με βάση το απόσπασμα του Κ. Θεοτόκη; Μονάδες 20
4. Ποιοι λόγοι ωθούν καθένα από τους δύο άντρες στο απόσπασμα του Κ. Θεοτόκη να αναφωνήσει τη φράση: « Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας σε δύο παραγράφους. Μονάδες 25
5. Σε τι διαφέρει η συμπεριφορά της νεαρής ηρωίδας του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, στο απόσπασμα που σας δίνεται παρακάτω, από τη συμπεριφορά της Ρήνης στο κείμενο του Κ. Θεοτόκη; Μονάδες 20
Η Φρόσω του Κρανιά τα πλούτη του αγαπητικού δεν τα λογάριασε ολότελα, ούτε και τα ήξερε την πρώτη αρχή, όταν τον αντίκρισε κάτω από το μπαλκόνι του επαρχείου ένα δειλινό. Τα μάτια του είδε μόνο που την κοιτάζανε παράξενα, τα μάγουλά της θυμάται που ξανάψανε και το γιασεμί που μοσκοβολούσε από την αυλή. Τίποτες άλλο, τίποτες άλλο. Τα πλούτη η μάνα τής τα θύμισε κατόπι, εκείνη της πρωτάνοιξε τα μάτια στο ισοφάρισμά τους με το φτωχό σόι του Κρανιά. Κι αλήθεια τη συμβούλεψε, τη φοβέριξε, την έδειρε κιόλας, μ' από τ' άλλο μέρος της έβαλε και το πρώτο κοκκινάδι στα μάγουλα, της έκοψε τα πρώτα σγουρά στο μέτωπο και τη μάλωσε να μη βγει άλλη φορά όξω στο μπαλκόνι αχτένιστη κι ανάλλαγη, όπως συγύριζε το σπίτι. Αυτή στην αρχή πετιότανε κει, σα μάντευε το πέρασμα του νιου, δίχως να το θέλει, δίχως να το νιώθει. Υστερα βέβαια άλλαξε κι αυτή, χόρεψε όπως της λαλούσαν όλοι γύρω της, όπως τη δασκαλεύανε προεστές και φιλενάδες, ύστερα ξύπνησε μέσα της κι αυτής η φυσική έννοια, που έχει κάθε κόρη δίχως προίκα, πώς να σιγουρευτεί. Και σιγουρεύτηκε καλά. Αν σιγουρευόταν αλλιώτικα, αν το δόκανο έπιανε τα πλούτη, τότε θα 'ταν όλα καλά καμωμένα, όλοι θα της κάναν τόπο να περάσει. Τώρα όμως... | ||||||||||||||||||
[Στην ταβέρνα του Τραγούδη]
Η ταβέρνα του Τραγούδη, η πιο ακουσμένη στο προάστιο για το καλό της το κρασί, είναι γεμάτη από ανθρώπους εργατικούς. Ο Αντρέας, μαζί με το θείο του Σπύρο και το φίλο του Αντώνη, βρίσκεται ανάμεσά τους. Ενώ πίνουν, συζητούν για τα πολιτικά και για τις εκλογές που πρόκειται να γίνουν. Ο Αντρέας τούς καλεί να ψηφίσουν τον υπουργό που υποστηρίζει κι αυτός· μες στην ταβέρνα οι περισσότεροι φαίνεται να συμφωνούν, εκτός από έναν:
«Και εδώ να τόνε ψηφίσουμε» είπε ένας μάστορας που έπινε ορθός ένα κρασί, «τίποτα δεν κάνει. Για πες μου, τι θα κάμουνε οι άλλες οι επαρχίες. Εδώ ας τσου πάρει και τσ’ οχτώ· η χωριατιά είναι μαζί του· αμή αλλού; Σας το δίνω γραφτό, η Κυβέρνηση είναι πεσμένη».
«Το ξέρουμε» του αποκρίθηκε ο Αντρέας «που εσύ δεν ανήκεις στο κόμμα, γιατί δεν έφαες όσα ήθελες από την εργολαβία του θεάτρου· μα το χατίρι δε θα σου γένει».
Ο άλλος εκοίταξε ολόγυρά του, και αφού εκατάλαβε πως κανένας δεν ήταν με το μέρος του δεν απάντησε.
«Τι να σας πω», ξακολούθησε ο Αντρέας, μιλώντας χαμηλόφωνα στους συντρόφους του, «α γένει αυτό που κράζει τούτος ο κόρακας, τότε βέβαια δε μένει άλλο παρά η παντρειά. Σε δύο μήνες τα χρέγια δε βγαίνουνε. Ε μπάρμπα, τα ‘χει τα χίλια αυτή που λες;»
«Και περισσότερα» του αποκρίθηκε χαρούμενος. «Εγώ, μωρέ, σου τα καταφέρνω όπως θέλει ο Θεός· και θα με συχωράς μια μέρα, μωρέ παιδί».
«Μα έχει κάτι μάτια η άλλη!» είπε πάλε ο Αντρέας κουνώντας το κεφάλι του.
«Α! η Ρήνη του Τρίνκουλου, ε;» είπε ο Αντώνης πίνοντας μια γουλιά κρασί και χτυπώντας τα χείλη του.
«Μες στην καρδιά μπήγεται το βλέμμα τση. Και ανάκουστη και αμελέτητη* και δουλεύτρα. Ω να ‘μουνα ελεύτερος!»*
«Θα την έπαιρνα, μα τον Άγιο» είπε ο Αντρέας σηκώνοντας το καπέλο του, «μα τι να σου κάμω. Είναι βλέπεις τα όβολα. Για την οικογένεια τόσο τόσο δε θα μ’ έγνοιαζε. Ως και οι αρχόντοι παίρνουνε τσι δούλες τσου και χειρότερες. Κάποιος δεν επήρε μία δημόσια* από το δρόμο, και τώρα κάνει και βίζιτες μαζί τση, κι αυτή πάει σ’ όλα τ’ αρχοντικά, και την έχει στα μεταξωτά ντυμένηνε; Εμέ, μπάρμπα, η Ρήνη, να ζεις, ντροπή δε θα μου ‘φερνε».
«Πάρτηνε, Αντρέα» » είπε ο Αντώνης· «αυτή είναι γυναίκα για το σπίτι σου».
«Τι του λες, μωρέ» είπε ο μπάρμπας· «αυτή για εμάς δεν είναι, δεν έχει παράδες! Εγώ του ‘πα τι έχει να κάμει».
«Να τση ‘δινε μοναχά η Επιστήμη τα χίλια*, κι ήβλεπες!» είπε ο Αντώνης.
«Α δεν ήτανε» είπε ο Αντρέας «το σπίτι μου σ’ αυτή την περίληψη*, και τίποτα να μην είχε, παρά μονάχα ό,τι φορεί την καθημερινή, την έπαιρνα, γιατί έχει ξανθά μαλλιά και κάτι μάτια!… και κοιτάζει τόσο αθώα, τόσο γλυκά! Τώρα το κατάλαβα που ‘ναι όμορφη. Εγίνηκε μια κοπελάρα! Εξεσπούρδισε* με μίας. Ούτε η χώρα δεν έχει μίαν όμοιανε. Μα τι κάνουνε τα τάλαρα, ανάθεμά τα κι όπου τα ανάδειξε!»
«Το λες γιατί δεν έχεις» του ‘πε πονηρά ο μπάρμπας σουφρώνοντας το μέτωπο. «Πάρε, μωρέ, αυτήνε που σου λέω εγώ, και βλέπεις α δεν τα βλοήσεις. Ζωή χαρισάμενη, μωρέ. Τάλαρα, μου λές; Αυτά είναι οι θεοί σε τούτην τη γης! Φάε, αγάπη, μωρέ!» Κι έκαμε με το χέρι του το βιολί απάνου στην κοιλιά του. «…»
Είναι Κυριακή απόγευμα: όπως συνήθιζε να κάνει κάθε Κυριακή, η σιόρα Επιστήμη μαζί με άλλες νοικοκυρές καθόταν κουβεντιάζοντας στη μικρή πλατεία του προάστιου. Ξαφνικά, μαθαίνει από κάποια γυναίκα, που ήρθε στην παρέα της, πως η Ρήνη έβαλε μες στο σπίτι τους τον Αντρέα. Στην αρχή προσπαθεί να φανεί ατάραχη και να την πείσει πως μες στο σπίτι ήταν ο άντρας της (αγαθός τύπος, που συνήθως ήταν πιωμένος). Ούτε κι η ίδια όμως δεν πιστεύει στα λόγια της· έπειτα φεύγει για να δει τι έγινε. Βρήκε στο σπίτι τον Αντρέα και τη Ρήνη μόνους. «Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή, «εβάλθηκες να ντροπιάσεις το φτωχικό μου»;
«Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!»
«Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος.
«Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί άνθρωποι, αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή μας, και το μοναχό αποκούμπι τση φαμιλιάς μου δεν είμαι παρά εγώ, μία καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα;» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναι χρυσή· δεν καταδέχεται την ατιμία».
«Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα στο φόρο* το βουκινίζει* κι έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα που της έκαμες αυτό το κακό;»
«Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο* μ’ εγνώρισε τίμιονε, και η ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω».
«Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ’ έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα γλιτωθεί η τιμή μας».
«Α θέλεις» ξανάπε αδιάφορα ο Αντρέας «φέρε και τώρα τον παπά και το νούνο* για να τελειώσει. Μα, σιόρα Επιστήμη, ξέρεις την περίληψη του σπιτιού μου. Ο κακομοίρης ο πατέρας μου μ’ άφηκε χρέγια που ολοένα τα πλερώνω· τι να πρωτοκάμω μ’ αυτά τα μπράτσα; Σκίσε μου την καρδιά μέσα θα ‘βρεις τη Ρήνη σου. Την αγαπάω, από κείνο το βράδυ τα μάτια της μ’ εκάψανε. Μα πώς να τήνε ζητήσω, πώς να κουναρήσω* παιδιά;»
«Αυτό συλλογιέσαι! Και δε βοηθάει ο Θεός; Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχετε ανάγκη;»
«Όχι, σιόρα Επιστήμη· θα ξεπέσει κι άλλο το σπίτι μου· θα μου το πουλήσουνε, θα ντροπιαστώ στον κόσμο!»
«Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» είπε τώρα η Ρήνη ανάμεσα στα δάκρυά της, «και σ’ ένα καλύβι, με την αγάπη μας, θα ξαλλάζαμε τη ζωή μας και για όλο το βιος του κόσμου»;
«Θέλω να ‘σαι σαν κυρά στα χέρια μου· δε σε παίρνω στην κακομοιριά. Τι δίνεις, κυρά Επιστήμη»;
«Τον άνθρωπό μου» αποκρίθηκε με περηφάνια σφουγγίζοντας τα μάτια της, «και την ευκή μου! Γιατί δεν πράζεις σαν τίμιος άντρας που είσαι; Την αγαπάς; πάρ’ τηνε. Ο Θεός βοηθός. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε· το ‘ξερες!»
«Χωρίς τίποτα;» ερώτησε στενοχωρημένος.
«Την επείραξες!» κι είναι αδύνατο μέρος η δύστυχη. Τρεις εκατοστές* έχει κι όχι άλλα».«Σαν τίποτα» είπε σταυρώνοντας τα χέρια· «τι να πρωτοκάμω;»
«Την επείραξες» του ξανάπε η μάνα αψωμένη· «αν είσαι τιμημένος δείχ’ το· ειδέ την έχεις στο λαιμό σου!»
«Δώσ’ μου έξι* να λευτερώσω κάνε το σπίτι μου. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Ω δώσ’ τα μάνα!» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα τα χέρια της· «μ’ αυτά θ’ αγοράσεις την ευτυχία μου. Όσοι άντρες κι αν είναι στον κόσμο, ούτε και βασιλόπουλα, δε θα μ’ αγαπήσει κανένας σαν τον Αντρέα· ούτε και γω!»
«Τι λες;» της αποκρίθηκε, ρίχνοντάς της μια σκληρή ματιά. «Εσύ έσφαλες· κι εγώ ν’ αδικήσω τ’ αδέρφια σου τ’ άλλα; Δυο θεριά αξαίνουνε ολοένα κατόπι σου και τ’ αρσενικό μένει στο δρόμο. Τι άλλο να κάμω για σας; Ό,τι μπορούσα δεν το ‘καμα; Δεν έχω άλλα!»
«Έτσι είναι αδύνατο» είπε ο Αντρέας κι εδάκρυσε.
Μα τότες η κυρά Επιστήμη εθύμωσε. Εσήκωσε ψηλά το χέρι της, και αχνή και με σπίθες στα μάτια του ‘πε:
«Έτσι ήτανε από την αρχή του το σπίτι σου· έτσι! κι εχαλάστηκε καταπώς του ‘πρεπε. Και συ ακολουθάς το παράδειμα*. Ω καταραμένε, τι σου χρωστούσα να πειράξεις την ησυχία του σπιτιού μου, την καλύτερη κοπέλα του μπόργου, ω που να πιάνεις χρυσάφι και να γένεται χώμα»!
«Μην καταριέσαι» είπε χτυπώντας φοβισμένη τα στήθια της η κόρη· «δεν το ‘θελε έτσι, μάνα· μ’ αγαπάει· δώσ’ τα, δώσ’ τα!»
«Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κι έχασες, ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη! σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε κανένα μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!» Κι έπεσε σε μια καρέκλα κι έκρουψε το τίμιο πρόσωπό της στα χέρια της και εβάλθηκε να κλαίει πικρά πικρά χωρίς να φωνάζει. Εκλαίγαν και οι τρεις τους.
«Ω!» έκαμε δειλά δειλά η Ρήνη, κοιτάζοντας τον Αντρέα με μάτια δακρυσμένα και περιπλέκοντας τα δάχτυλά της· «δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;»
«Δε μπορώ» ξανάπε ο νέος με πόνο· «αύριο θα ‘μαστε στο δρόμο· δε σε παίρνω στη φτώχεια και στην καταφρόνια».
Κάμποση ώρα εμείναν πάλε σιωπηλοί και οι τρεις. Η κάμαρα εσκοτείνιαζε τώρα, γιατί ο ήλιος είχε καθίσει· και δεν ακουόταν τίποτα άλλο παρά ο κουφός ανασασμός της νοικοκυράς που δεν εσάλευε. Κανένας εκείνο το βράδυ δεν εσκεφτότουν ν’ ανάψει το φως. Και τώρα ήταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε:
«Εσύ, μάνα» είπε βραχνά, «κι όχι ο Αντρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για λίγα λεφτά! Έχεις και δεν τα δίνεις. Και δέκα και δώδεκα εκατοστές έχεις, το ξέρω εγώ· και κάνεις δουλειές κάθε μέρα, και τα αβγατίζεις τα τάλαρά σου. Και τώρα… και τώρα θέλεις να με κλείσεις σε μοναστήρι, εμένανε που σ’ εδούλεψα, που τα ‘βγαλα η ίδια τα προικιά μου με τον κόπο μου, για να ‘χουνε τ’ άλλα σου τα παιδιά περισσότερα. Ω μάνα! Ω μάνα!» «Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
«Θα σε πάρω» της είπε στ’ αυτί ο Αντρέας· «έχε υπομονή!» κι αδρασκέλισε βιαστικά το κατώφλι.
Η ζωή εν τω μεταξύ συνεχίζεται. Ο Αντρέας εξακολουθεί το λαθρεμπόριο με το καΐκι του. Σε κάποιο ταξίδι του μαθαίνει πως η Ρήνη πρόκειται να παντρευτεί. Μετανιώνει που τόσον καιρό δεν έκαμε τίποτε. Βγαίνει στη στεριά και πηγαίνει στο σπίτι της. Τη βρίσκει μόνη της. Την πείθει, παρά τους δισταγμούς της, και τον ακολουθεί στο σπίτι του. Όταν αργότερα η σιόρα Επιστήμη θα τους επισκεφτεί, ο Αντρέας της υπόσχεται πως θα παντρευτεί τη Ρήνη χωρίς καμιά άλλη απαίτηση.
Έφτασε ο χειμώνας. Η Επιστήμη δέχεται την επίσκεψη του θείου του Αντρέα. Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300 μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική της απάντηση, αποφασίζει να δουλέψει, για να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος, ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον χτυπάει σκληρά στο μπράτσο.
Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα: «Μη μου χάσεις το σπίτι μου. Πάρ’ το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας μου· όλα· μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
Ο Αντρέας, που η πληγή του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι της και της λέει τα νέα.
http://www.youtube.com/watch?v=U1sSFW86Rks
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
«Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Έτρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα ‘χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ’ αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγγρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ’ εδυστύχεψε!» Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».
«Και ξαναγοράζεις» του ‘πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;»
«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!»
«Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα ‘ναι παράδεισος!»
«Όχι!» του ‘πε, «έπειτα απ’ ό,τι έκαμες όχι! κι α σ’ αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν’ αδικηθούν τα αδέρφια μου;»
«Σ’ εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση το ‘πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.
«Όχι!» του ‘πε μ’ απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!
Κι εβγήκε στο δρόμο.
______________________________________________________________________________
| Λάιτ μοτίβ: (γερμ. λέξη)· φανερώνει μία φράση (όπως εδώ) ή ένα θέμα αρκετά χαρακτηριστικό που σ’ ένα μουσικό κυρίως έργο εμφανίζεται περιοδικά, για να μας θυμίζει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα. ογνήστρα: γωνιά όπου άναβαν φωτιά και μαγείρευαν. κούκουμα: μεγάλο μπρίκι. φουρνέλο: φουρνάκι. βέντουλο: βεντάλια. στήμα: 24 σφυρίδες. σφυρίδα: σάκκος για τη σύνθλιψη του ελαιόκαρπου στα ελαιοτριβεία. σουρούπι: υπνάκος.λεχομανάω: λαχανιάζω, βαριανασαίνω. εξεβοήθησαν: βοήθησαν στο ξεφόρτωμα. σπλάχνος: συμπάθεια. αμπονώρα: πρωί. παραδερμένες: ταλαίπωρες. τζιόγος: τζόγος, χαρτοπαιξία, κάθε τυχερό παιχνίδι. χλιέσαι: θλίβεσαι, λυπάσαι. μεθούα: μεθύστακα. ζώση: το ζώσιμο, η θέση της ζώνης γύρω απ’ τη μέση. ανάκουστη κι αμελέτητη: που δεν ακούστηκε τ’ όνομά της. | ελεύθερος: εννοεί από χρέη. δημόσια: κοινή γυναίκα. κομό: μικρό έπιπλο με ντουλάπι και συρτάρια ίσως και ράφι-ια ή μόνο με ένα από τα δυο-τρία από αυτά –σήμερα χρησιμοποιείται ως έπιπλο τηλεόρασης σε στυλ αντίκας. τα χίλια: εννοείται: τάλαρα. περίληψη: κατάσταση, ανάγκη. εξεσπούρδισε: ξεπετάχτηκε, μεγάλωσε. ταμπουράς: λαϊκό μουσικό όργανο με χορδές. φόρο: (το)· αγορά (από το forum). βουκινίζω: σαλπίζω με το βούκινο, μεταφ. διαλαλώ. μπόργο: προάστιο – borgo (ιταλ. λέξη)= χωριό, περιοχή. νούνος: κουμπάρος. κουναρώ: μεγαλώνω, αναθρέφω. εκατοστές: εννοείται τάλαρα. έξι: εκατοστές τάλαρα. ακολουθάς το παράδειμα: (παράδειγμα) εννοεί τον πατέρα του, που, όπως είπε κάποια γειτόνισσα «τα ‘καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του (ενν. του Αντρέα) και εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο μπόργο». διαφεντεύω: υπερασπίζομαι. |
Εργασία μαθητών των εκπαιδευτηρίων ΔΟΥΚΑ (2013-14) για το «Η τιμή και το χρήμα» ενταγμένο στην ενότητα «ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ»:
http://slideplayer.gr/slide/1881807/
Πρόσθετα σχόλια – ανάλυση
Η κοινωνία της εποχής
Τα πρόσωπα:
Η τεχνική της νουβέλας
Η θέση της γυναίκας:
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ
9. http://www.ekebi.gr
10. http://www.elia.org.gr
11. http://panosfilologos.blogspot.gr/p/blog-page_1423.html
Ερωτήσεις – εργασίες
Μαντούκι……………………….1910
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Μόλις χθες διέλυσα τη σχέση μου με τον Αντρέα …………………..…………………… …………………………………………………………………………………………….
(Τα αγόρια μπορούν να γράψουν μια επιστολή του Αντρέα σε ένα φίλο του, στην οποία να καταγράφει τις δικές του σκέψεις και τα συναισθήματά του).
α) Αγόρι: Με βάση τα κείμενα «Η προίκα» του Α. Λασκαράτου και «Η τιμή και το χρήμα» του Γ. Θεοτόκη, κατασκεύασε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα σ’ έναν πατέρα της εποχής και σε εσένα που υποδύεσαι ένα νέο που ζητά το χέρι της κόρης του.
β) Κορίτσι: Με βάση τα κείμενα «Η προίκα» του Α. Λασκαράτου και «Η τιμή και το χρήμα» του Γ. Θεοτόκη, γράψε μια σελίδα στο ημερολόγιό σου. Φαντάσου ότι είσαι μια νέα κοπέλα εκείνης της εποχής και οι γονείς σου θέλουν να σε παντρέψουν με κάποιον που εκείνοι έχουν διαλέξει για σύζυγό σου χωρίς να σε ρωτήσουν.
Απαντήσεις στις 4 πρώτες ερωτήσεις
…… Ακόμα μια δύσκολη μέρα έφτασε στο τέλος της. Γύρισα αργά από τη δουλειά στο σπίτι και αισθάνομαι πολύ κουρασμένη. ΔΕΝ ΠΑΡΑΠΟΝΙΕΜΑΙ ΟΜΩΣ! Η ευτυχία που θα νιώσω μετά από λίγους μήνες βλέποντας τα αθώα, γεμάτα αγάπη, μάτια του παιδιού μου, όταν θα μπαίνω στη μικρή φτωχική μου κάμαρα δεν αγοράζεται μ΄ όλα τα λεφτά του κόσμου! Νιώθω δυνατή και έτοιμη να αντιμετωπίσω οποιαδήποτε δυσκολία. Να παλέψω μ΄ όλα τα θεριά αυτού του μακρινού και ξένου τόπου όπου βρίσκομαι. Η ευτυχία και η αγάπη δεν αγοράζονται. Μπορεί να άργησα να το καταλάβω εγώ αυτό, να πόνεσα -και ακόμη πονώ!-, αλλά στο παιδί μου θα το μάθω από μικρό να έχει αυτές τις αρχές στη ζωή του.
Παιδιά μου Για τον διαγωνισμό οι ομάδες είναι έως τρία άτομα.