Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Η τιμή και το χρημα

 

  • Η τιμή και το χρήμα είναι μια νουβέλα (=εκτενές διήγημα ή μικρό μυθιστόρημα) του Κ. Θεοτόκη που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1914 (πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους) και περιγράφει την αγάπη δυο νέων και τη σχέση της με την προίκα και το χρήμα.
  • Με αυτό, όπως και με άλλα έργα του, ο Θεοτόκης προσπαθεί να δείξει ότι το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνουν το χαρακτήρα των ανθρώπων και κατευθύνουν τις πράξεις τους.
  • Η υπόθεση διαδραματίζεται στο Μαντούκι της Κέρκυρας και κεντρική ηρωίδα είναι η σιόρα Επιστήμη, που ανατρέφει μόνη της τα παιδιά της, καθώς ο άντρας της είναι μέθυσος. Ο Αντρέας, νέος αριστοκρατικής καταγωγής αλλά με πολλά οικονομικά προβλήματα, ερωτεύεται την κόρη της σιόρας Επιστήμης, τη Ρήνη, αλλά δεν έχει χρήματα ώστε να την κάνει ευτυχισμένη, οπότε θέλει και πλούσια προίκα. Ζητά λοιπόν 1000 τάλιρα προίκα από τη μητέρα της, όμως αυτή δέχεται να του δώσει μόνο 300. Στην προσπάθειά του να πείσει τη σιόρα Επιστήμη να αυξήσει την προσφορά της, παίρνει τη Ρήνη στο σπίτι του, χωρίς να την παντρευτεί. Ο καιρός περνά και ο Αντρέας δεν τηρεί την υπόσχεση του για γάμο. Η Ρήνη μένει έγκυος. Μετά από αυτή την εξέλιξη, ένα ατύχημα και τη σύλληψη της σιόρας Επιστήμης ο Αντρέας παίρνει την προίκα που ζητά. Όταν όμως ο Αντρέας πηγαίνει να ανακοινώσει στη Ρήνη ότι μπορούν επιτέλους να παντρευτούν, η Ρήνη αρνείται και διαλύει το δεσμό τους. Έχει συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη της έγινε αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής και είναι αποφασισμένη να πάει να εργαστεί σε άλλους τόπους και να μεγαλώσει το παιδί που θα γεννηθεί στηριζόμενη αποκλειστικά στις δυνάμεις της. Η σιόρα Επιστήμη παρουσιάζεται φειδωλή στην παροχή προίκας, η οποία γίνεται αιτία δυστυχίας του ζευγαριού.

[Στην ταβέρνα του Τραγούδη]

Η ταβέρνα του Τραγούδη, η πιο ακουσμένη στο προάστιο για το καλό της το κρασί, είναι γεμάτη από ανθρώπους εργατικούς. Ο Αντρέας, μαζί με το θείο του Σπύρο και το φίλο του Αντώνη, βρίσκεται ανάμεσά τους. Ενώ πίνουν, συζητούν για τα πολιτικά και για τις εκλογές που πρόκειται να γίνουν. Ο Αντρέας τούς καλεί να ψηφίσουν τον υπουργό που υποστηρίζει κι αυτός· μες στην ταβέρνα οι περισσότεροι φαίνεται να συμφωνούν, εκτός από έναν:

«Και εδώ να τόνε ψηφίσουμε» είπε ένας μάστορας που έπινε ορθός ένα κρασί, «τίποτα δεν κάνει. Για πες μου, τι θα κάμουνε οι άλλες οι επαρχίες. Εδώ ας τσου πάρει και τσ’ οχτώ· η χωριατιά είναι μαζί του· αμή αλλού; Σας το δίνω γραφτό, η Κυβέρνηση είναι πεσμένη».

«Το ξέρουμε» του αποκρίθηκε ο Αντρέας «που εσύ δεν ανήκεις στο κόμμα, γιατί δεν έφαες όσα ήθελες από την εργολαβία του θεάτρου· μα το χατίρι δε θα σου γένει».

Ο άλλος εκοίταξε ολόγυρά του, και αφού εκατάλαβε πως κανένας δεν ήταν με το μέρος του δεν απάντησε.

«Τι να σας πω», ξακολούθησε ο Αντρέας, μιλώντας χαμηλόφωνα στους συντρόφους του, «α γένει αυτό που κράζει τούτος ο κόρακας, τότε βέβαια δε μένει άλλο παρά η παντρειά. Σε δύο μήνες τα χρέγια δε βγαίνουνε. Ε μπάρμπα, τα ‘χει τα χίλια αυτή που λες;»

«Και περισσότερα» του αποκρίθηκε χαρούμενος. «Εγώ, μωρέ, σου τα καταφέρνω όπως θέλει ο Θεός· και θα με συχωράς μια μέρα, μωρέ παιδί».

«Μα έχει κάτι μάτια η άλλη!» είπε πάλε ο Αντρέας κουνώντας το κεφάλι του.

«Α! η Ρήνη του Τρίνκουλου, ε;» είπε ο Αντώνης πίνοντας μια γουλιά κρασί και χτυπώντας τα χείλη του.

«Μες στην καρδιά μπήγεται το βλέμμα τση. Και ανάκουστη και αμελέτητη* και δουλεύτρα. Ω να ‘μουνα ελεύτερος!»*

«Θα την έπαιρνα, μα τον Άγιο» είπε ο Αντρέας σηκώνοντας το καπέλο του, «μα τι να σου κάμω. Είναι βλέπεις τα όβολα. Για την οικογένεια τόσο τόσο δε θα μ’ έγνοιαζε. Ως και οι αρχόντοι παίρνουνε τσι δούλες τσου και χειρότερες. Κάποιος δεν επήρε μία δημόσια* από το δρόμο, και τώρα κάνει και βίζιτες μαζί τση, κι αυτή πάει σ’ όλα τ’ αρχοντικά, και την έχει στα μεταξωτά ντυμένηνε; Εμέ, μπάρμπα, η Ρήνη, να ζεις, ντροπή δε θα μου ‘φερνε».

«Πάρτηνε, Αντρέα» » είπε ο Αντώνης· «αυτή είναι γυναίκα για το σπίτι σου».

«Τι του λες, μωρέ» είπε ο μπάρμπας· «αυτή για εμάς δεν είναι, δεν έχει παράδες! Εγώ του ‘πα τι έχει να κάμει».

«Να τση ‘δινε μοναχά η Επιστήμη τα χίλια*, κι ήβλεπες!» είπε ο Αντώνης.

«Α δεν ήτανε» είπε ο Αντρέας «το σπίτι μου σ’ αυτή την περίληψη*, και τίποτα να μην είχε, παρά μονάχα ό,τι φορεί την καθημερινή, την έπαιρνα, γιατί έχει ξανθά μαλλιά και κάτι μάτια!… και κοιτάζει τόσο αθώα, τόσο γλυκά! Τώρα το κατάλαβα που ‘ναι όμορφη. Εγίνηκε μια κοπελάρα! Εξεσπούρδισε* με μίας. Ούτε η χώρα δεν έχει μίαν όμοιανε. Μα τι κάνουνε τα τάλαρα, ανάθεμά τα κι όπου τα ανάδειξε!»

«Το λες γιατί δεν έχεις» του ‘πε πονηρά ο μπάρμπας σουφρώνοντας το μέτωπο. «Πάρε, μωρέ, αυτήνε που σου λέω εγώ, και βλέπεις α δεν τα βλοήσεις. Ζωή χαρισάμενη, μωρέ. Τάλαρα, μου λές; Αυτά είναι οι θεοί σε τούτην τη γης! Φάε, αγάπη, μωρέ!» Κι έκαμε με το χέρι του το βιολί απάνου στην κοιλιά του. «…»

Είναι Κυριακή απόγευμα: όπως συνήθιζε να κάνει κάθε Κυριακή, η σιόρα Επιστήμη μαζί με άλλες νοικοκυρές καθόταν κουβεντιάζοντας στη μικρή πλατεία του προάστιου. Ξαφνικά, μαθαίνει από κάποια γυναίκα, που ήρθε στην παρέα της, πως η Ρήνη έβαλε μες στο σπίτι τους τον Αντρέα. Στην αρχή προσπαθεί να φανεί ατάραχη και να την πείσει πως μες στο σπίτι ήταν ο άντρας της (αγαθός τύπος, που συνήθως ήταν πιωμένος). Ούτε κι η ίδια όμως δεν πιστεύει στα λόγια της· έπειτα φεύγει για να δει τι έγινε. Βρήκε στο σπίτι τον Αντρέα και τη Ρήνη μόνους. «Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή, «εβάλθηκες να ντροπιάσεις το φτωχικό μου»;

«Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!»

«Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος.

«Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί άνθρωποι, αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή μας, και το μοναχό αποκούμπι τση φαμιλιάς μου δεν είμαι παρά εγώ, μία καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα;» Κι εβάλθηκε να κλαίει.

«Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναι χρυσή· δεν καταδέχεται την ατιμία».

«Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα στο φόρο* το βουκινίζει* κι έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα που της έκαμες αυτό το κακό;»

«Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο* μ’ εγνώρισε τίμιονε, και η ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω».

«Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ’ έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα γλιτωθεί η τιμή μας».

«Α θέλεις» ξανάπε αδιάφορα ο Αντρέας «φέρε και τώρα τον παπά και το νούνο* για να τελειώσει. Μα, σιόρα Επιστήμη, ξέρεις την περίληψη του σπιτιού μου. Ο κακομοίρης ο πατέρας μου μ’ άφηκε χρέγια που ολοένα τα πλερώνω· τι να πρωτοκάμω μ’ αυτά τα μπράτσα; Σκίσε μου την καρδιά μέσα θα ‘βρεις τη Ρήνη σου. Την αγαπάω, από κείνο το βράδυ τα μάτια της μ’ εκάψανε. Μα πώς να τήνε ζητήσω, πώς να κουναρήσω* παιδιά;»

«Αυτό συλλογιέσαι! Και δε βοηθάει ο Θεός; Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχετε ανάγκη;»

«Όχι, σιόρα Επιστήμη· θα ξεπέσει κι άλλο το σπίτι μου· θα μου το πουλήσουνε, θα ντροπιαστώ στον κόσμο!»

«Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» είπε τώρα η Ρήνη ανάμεσα στα δάκρυά της, «και σ’ ένα καλύβι, με την αγάπη μας, θα ξαλλάζαμε τη ζωή μας και για όλο το βιος του κόσμου»;

«Θέλω να ‘σαι σαν κυρά στα χέρια μου· δε σε παίρνω στην κακομοιριά. Τι δίνεις, κυρά Επιστήμη»;

«Τον άνθρωπό μου» αποκρίθηκε με περηφάνια σφουγγίζοντας τα μάτια της, «και την ευκή μου! Γιατί δεν πράζεις σαν τίμιος άντρας που είσαι; Την αγαπάς; πάρ’ τηνε. Ο Θεός βοηθός. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε· το ‘ξερες!»

«Χωρίς τίποτα;» ερώτησε στενοχωρημένος.

«Την επείραξες!» κι είναι αδύνατο μέρος η δύστυχη. Τρεις εκατοστές* έχει κι όχι άλλα».«Σαν τίποτα» είπε σταυρώνοντας τα χέρια· «τι να πρωτοκάμω;»

«Την επείραξες» του ξανάπε η μάνα αψωμένη· «αν είσαι τιμημένος δείχ’ το· ειδέ την έχεις στο λαιμό σου!»

«Δώσ’ μου έξι* να λευτερώσω κάνε το σπίτι μου. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»

«Ω δώσ’ τα μάνα!» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα τα χέρια της· «μ’ αυτά θ’ αγοράσεις την ευτυχία μου. Όσοι άντρες κι αν είναι στον κόσμο, ούτε και βασιλόπουλα, δε θα μ’ αγαπήσει κανένας σαν τον Αντρέα· ούτε και γω!»

«Τι λες;» της αποκρίθηκε, ρίχνοντάς της μια σκληρή ματιά. «Εσύ έσφαλες· κι εγώ ν’ αδικήσω τ’ αδέρφια σου τ’ άλλα; Δυο θεριά αξαίνουνε ολοένα κατόπι σου και τ’ αρσενικό μένει στο δρόμο. Τι άλλο να κάμω για σας; Ό,τι μπορούσα δεν το ‘καμα; Δεν έχω άλλα!»

«Έτσι είναι αδύνατο» είπε ο Αντρέας κι εδάκρυσε.

Μα τότες η κυρά Επιστήμη εθύμωσε. Εσήκωσε ψηλά το χέρι της, και αχνή και με σπίθες στα μάτια του ‘πε:

«Έτσι ήτανε από την αρχή του το σπίτι σου· έτσι! κι εχαλάστηκε καταπώς του ‘πρεπε. Και συ ακολουθάς το παράδειμα*. Ω καταραμένε, τι σου χρωστούσα να πειράξεις την ησυχία του σπιτιού μου, την καλύτερη κοπέλα του μπόργου, ω που να πιάνεις χρυσάφι και να γένεται χώμα»!

«Μην καταριέσαι» είπε χτυπώντας φοβισμένη τα στήθια της η κόρη· «δεν το ‘θελε έτσι, μάνα· μ’ αγαπάει· δώσ’ τα, δώσ’ τα!»

«Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κι έχασες, ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη! σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε κανένα μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!» Κι έπεσε σε μια καρέκλα κι έκρουψε το τίμιο πρόσωπό της στα χέρια της και εβάλθηκε να κλαίει πικρά πικρά χωρίς να φωνάζει. Εκλαίγαν και οι τρεις τους.

«Ω!» έκαμε δειλά δειλά η Ρήνη, κοιτάζοντας τον Αντρέα με μάτια δακρυσμένα και περιπλέκοντας τα δάχτυλά της· «δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;»

«Δε μπορώ» ξανάπε ο νέος με πόνο· «αύριο θα ‘μαστε στο δρόμο· δε σε παίρνω στη φτώχεια και στην καταφρόνια».

Κάμποση ώρα εμείναν πάλε σιωπηλοί και οι τρεις. Η κάμαρα εσκοτείνιαζε τώρα, γιατί ο ήλιος είχε καθίσει· και δεν ακουόταν τίποτα άλλο παρά ο κουφός ανασασμός της νοικοκυράς που δεν εσάλευε. Κανένας εκείνο το βράδυ δεν εσκεφτότουν ν’ ανάψει το φως. Και τώρα ήταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε:

«Εσύ, μάνα» είπε βραχνά, «κι όχι ο Αντρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για λίγα λεφτά! Έχεις και δεν τα δίνεις. Και δέκα και δώδεκα εκατοστές έχεις, το ξέρω εγώ· και κάνεις δουλειές κάθε μέρα, και τα αβγατίζεις τα τάλαρά σου. Και τώρα… και τώρα θέλεις να με κλείσεις σε μοναστήρι, εμένανε που σ’ εδούλεψα, που τα ‘βγαλα η ίδια τα προικιά μου με τον κόπο μου, για να ‘χουνε τ’ άλλα σου τα παιδιά περισσότερα. Ω μάνα! Ω μάνα!» «Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

«Θα σε πάρω» της είπε στ’ αυτί ο Αντρέας· «έχε υπομονή!» κι αδρασκέλισε βιαστικά το κατώφλι.

Η ζωή εν τω μεταξύ συνεχίζεται. Ο Αντρέας εξακολουθεί το λαθρεμπόριο με το καΐκι του. Σε κάποιο ταξίδι του μαθαίνει πως η Ρήνη πρόκειται να παντρευτεί. Μετανιώνει που τόσον καιρό δεν έκαμε τίποτε. Βγαίνει στη στεριά και πηγαίνει στο σπίτι της. Τη βρίσκει μόνη της. Την πείθει, παρά τους δισταγμούς της, και τον ακολουθεί στο σπίτι του. Όταν αργότερα η σιόρα Επιστήμη θα τους επισκεφτεί, ο Αντρέας της υπόσχεται πως θα παντρευτεί τη Ρήνη χωρίς καμιά άλλη απαίτηση.

Έφτασε ο χειμώνας. Η Επιστήμη δέχεται την επίσκεψη του θείου του Αντρέα. Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300 μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική της απάντηση, αποφασίζει να δουλέψει, για να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος, ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον χτυπάει σκληρά στο μπράτσο.

Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα: «Μη μου χάσεις το σπίτι μου. Πάρ’ το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας μου· όλα· μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»

Ο Αντρέας, που η πληγή του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι της και της λέει τα νέα.

http://www.youtube.com/watch?v=U1sSFW86Rks

Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.

«Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.

Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Έτρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα ‘χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ’ αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγγρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.

Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.

Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ’ εδυστύχεψε!» Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».

«Και ξαναγοράζεις» του ‘πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.

«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;»

«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!»

«Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα ‘ναι παράδεισος!»

«Όχι!» του ‘πε, «έπειτα απ’ ό,τι έκαμες όχι! κι α σ’ αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν’ αδικηθούν τα αδέρφια μου;»

«Σ’ εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση το ‘πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»

«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.

«Όχι!» του ‘πε μ’ απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»

Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν χαμένα.

«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!

Κι εβγήκε στο δρόμο.

______________________________________________________________________________

 

Λάιτ μοτίβ: (γερμ. λέξη)· φανερώνει μία φράση (όπως εδώ) ή ένα θέμα αρκετά χαρακτηριστικό που σ’ ένα μουσικό κυρίως έργο εμφανίζεται περιοδικά, για να μας θυμίζει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα.

ογνήστρα: γωνιά όπου άναβαν φωτιά και μαγείρευαν.

κούκουμα: μεγάλο μπρίκι.

φουρνέλο: φουρνάκι.

βέντουλο: βεντάλια.

στήμα: 24 σφυρίδες.

σφυρίδα: σάκκος για τη σύνθλιψη του ελαιόκαρπου στα ελαιοτριβεία.

σουρούπι: υπνάκος.λεχομανάω: λαχανιάζω, βαριανασαίνω.

εξεβοήθησαν: βοήθησαν στο ξεφόρτωμα.

σπλάχνος: συμπάθεια.

αμπονώρα: πρωί.

παραδερμένες: ταλαίπωρες.

τζιόγος: τζόγος, χαρτοπαιξία, κάθε τυχερό παιχνίδι.

χλιέσαι: θλίβεσαι, λυπάσαι.

μεθούα: μεθύστακα.

ζώση: το ζώσιμο, η θέση της ζώνης γύρω απ’ τη μέση.

ανάκουστη κι αμελέτητη: που δεν ακούστηκε τ’ όνομά της.

 

ελεύθερος: εννοεί από χρέη.

δημόσια: κοινή γυναίκα.

κομό: μικρό έπιπλο με ντουλάπι και συρτάρια ίσως και ράφι-ια ή μόνο με ένα από τα δυο-τρία από αυτά –σήμερα χρησιμοποιείται ως έπιπλο τηλεόρασης σε στυλ αντίκας.

τα χίλια: εννοείται: τάλαρα.

περίληψη: κατάσταση, ανάγκη.

εξεσπούρδισε: ξεπετάχτηκε, μεγάλωσε.

ταμπουράς: λαϊκό μουσικό όργανο με χορδές.

φόρο: (το)· αγορά (από το forum).

βουκινίζω: σαλπίζω με το βούκινο, μεταφ. διαλαλώ.

μπόργο: προάστιο – borgo (ιταλ. λέξη)= χωριό, περιοχή.

νούνος: κουμπάρος.

κουναρώ: μεγαλώνω, αναθρέφω.

εκατοστές: εννοείται τάλαρα.

έξι: εκατοστές τάλαρα.

ακολουθάς το παράδειμα: (παράδειγμα) εννοεί τον πατέρα του, που, όπως είπε κάποια γειτόνισσα «τα ‘καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του (ενν. του Αντρέα) και εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο μπόργο».

διαφεντεύω: υπερασπίζομαι.

Εργασία μαθητών των εκπαιδευτηρίων ΔΟΥΚΑ (2013-14) για το «Η τιμή και το χρήμα» ενταγμένο στην ενότητα «ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ»: 

http://slideplayer.gr/slide/1881807/

Πρόσθετα σχόλια – ανάλυση

Η τιμή και το χρήμα (οι δυο αξίες- ο τίτλος)
  • Η τιμή: Η υπόληψη της οικογένειας, η τιμή της κοπέλας, ο λόγος του άνδρα
  • Το χρήμα: Ως κινητήριος δύναμη της κοινωνίας, οι ήρωες το βλασφημούν (πανάθεμα τα τάλαρα), Ο θεσμός της προίκας.

Η κοινωνία της εποχής

  1. πολιτική διαφθορά: πολιτικοί που αμείβουν τους ψηφοφόρους τους, πελατειακή σχέση.
  2. Ηθική διαφθορά: διεφθαρμένη κοινωνία
  3. Κοινωνικές τάξεις: αριστοκράτες (κόντηδες), χωρικοί-λαός
  4. Η παρανομία, λαθρεμπόριο: Ζάχαρης, καπνού( κρατικό μονοπώλιο)

Τα πρόσωπα:

  • Η οικογένεια: Σ. Επιστήμη, Τρίνκουλος, Ρήνη, τρία ακόμη αδέλφια
  • Οι άλλοι: Ο θείος Σπύρος, Ο φίλος Αντώνης, Οι γειτόνισσες.

Η τεχνική της νουβέλας

  • γλώσσα: δημοτική με ιδιωματισμούς της Κέρκυρας
  • ύφος: απλό, ζωντανό, παραστατικό
  • Αφηγητής: γ΄πρόσωπο, εξωτερική αφήγηση, μηδενική εστίαση
  • τόπος: η Κέρκυρα
  • χρόνος: αρχές του 20ου αιώνα, χρόνος παροντικός, μια μικρή περίοδος από τη νεότητα της Ρήνης
  • Αφήγηση: γραμμική
  • Αφηγηματικός τρόπος: διήγηση (διάλογοι, περιγραφές)
  • Τραγική ειρωνεία: Ο Ανδρέας έχει στο νου του την ατιμία και ο αναγνώστης το γνωρίζει

Η θέση της γυναίκας:

  • Υποτάσσεται στον άνδρα
  • πρέπει να είναι τίμια, εργατική, υπάκουη, εμφανίσιμη, καλή νοικοκυρά, να έχει προίκα.
  • δεν πηγαίνει στις ταβέρνες, αλλά μένει στο σπίτι.
  • Φροντίζει τα παιδιά
  • δεν έχει διεξόδους
Ο Νατουραλισμός
  • Είναι η φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας, ο ακραίος ρεαλισμός
  • παρουσιάζει την κακή πλευρά της ζωής με τις ασχημίες και τα τρωτά της ανθρώπινης ύπαρξης
  • η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα εξωτερικών- κληρονομικών δυνάμεων, εσωτερικών διαθέσεων, παρορμήσεων της στιγμής.
 ΠΗΓΕΣ
  1. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ
    1. Σαχίνης Απ., Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997, σελ.192,
    198
    2. Παγανός, Γ.Δ., Η νεοελληνική Πεζογραφία, Θεωρία και Πράξη, εκδ. Κώδικας,
    Θεσ/νίκη 1983, σσ. 190-192
    3. Κ. Μπαλάσκας, 2001, Ανάγνωση λογοτεχνίας, Αθήνα: Σαββάλας, σελ.70-71
    4. Χουρμούζιος Αιμ., Κ. Θεοτόκης, εκδόσεις των Φίλων
    5. Περ. Διαβάζω, τ. 14, 1978
    6. Περ. Νέα Εστία, τ. 7 και 8, 1927 και τ. 54, 1953
    7. Περ. Αντί, αρ. 463, 5 Απριλίου 1991.
    8. Περ. Διαβάζω, αρ. 165, 8 Απριλίου 1987.

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ
9. http://www.ekebi.gr
10. http://www.elia.org.gr

11. http://panosfilologos.blogspot.gr/p/blog-page_1423.html

Ερωτήσεις – εργασίες

  1. Σύμφωνα με το πρώτο απόσπασμα, ποιος είναι ο ρόλος της κόρης (της Ρήνης) μέσα στην οικογένεια, έτσι όπως διαγράφεται από τη σχέση με τη μητέρα της (σιόρα Επιστήμη) και τον Ανδρέα;
  2. Πώς διαφοροποιείται η στάση της Ρήνης στο δεύτερο απόσπασμα; Αυτή η στάση της συμφωνεί ή έρχεται σε σύγκρουση με τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής (αν λάβουμε υπόψη ότι το έργο γράφτηκε γύρω στα 1910);
  3. Να χαρακτηρίσετε τη μητέρα (τη σιόρα Επιστήμη) από τη στάση της και το ρόλο της μέσα στην οικογένεια.
  4. Μετά τη διάλυση της σχέσης με τον Αντρέα, η Ρήνη καταγράφει στο ημερολόγιό της τις σκέψεις και τα συναισθήματά της για όσα συνέβησαν.

Μαντούκι……………………….1910

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Μόλις χθες διέλυσα τη σχέση μου με τον Αντρέα …………………..…………………… …………………………………………………………………………………………….

(Τα αγόρια μπορούν να γράψουν μια επιστολή του Αντρέα σε ένα φίλο του, στην οποία να καταγράφει τις δικές του σκέψεις και τα συναισθήματά του).

  1. Αν είσαι:

α) Αγόρι: Με βάση τα κείμενα «Η προίκα» του Α. Λασκαράτου και  «Η τιμή και το χρήμα» του Γ. Θεοτόκη, κατασκεύασε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα σ’ έναν πατέρα της εποχής και σε εσένα που υποδύεσαι ένα νέο που ζητά το χέρι της κόρης του.

β) Κορίτσι: Με βάση τα κείμενα «Η προίκα» του Α. Λασκαράτου και «Η τιμή και το χρήμα» του Γ. Θεοτόκη, γράψε μια σελίδα στο ημερολόγιό σου. Φαντάσου ότι είσαι μια νέα κοπέλα εκείνης της εποχής και οι γονείς σου θέλουν να σε παντρέψουν με κάποιον που εκείνοι έχουν διαλέξει για σύζυγό σου χωρίς να σε ρωτήσουν.

Απαντήσεις στις 4 πρώτες ερωτήσεις

  1. Με το πέρασμα των αιώνων η γυναίκα αρχίζει να αποκτά ισχυρότερη θέση στην κοινωνία, κάτι που εξαρτάται βέβαια και από το χαρακτήρα της αλλά και από το χαρακτήρα των αντρών του περιβάλλοντός της. Έτσι, ο Θεοτόκης στα 1914 δηλώνει μέσα από την «Τιμή και το Χρήμα» ότι η χειραφέτηση της γυναίκας θα επιτευχθεί μέσα από την εργασία. Ειδικότερα, μέσα από το διάλογο της σιόρας Επιστήμης με την κόρη της Ρήνη εκφράζονται αντιλήψεις της κοινωνίας και αποκαλύπτονται πραγματικότητες της ευρύτερης κοινωνικής ζωής, σχετικά με τη γυναίκα και το ρόλο της. Η υποταγή που η κοινωνία προβάλλει στη γυναίκα αναδεικνύουν τη νοικοκυροσύνη και την προκοπή σε αρετές που η μάνα οφείλει να καλλιεργεί στην κόρη. Τα αυστηρά ήθη θέλουν την ελεύθερη κοπέλα τίμια, περιορισμένη στο σπίτι, δίχως καμία κοινωνική συναναστροφή με το άλλο φύλο.
  1. Η Ρήνη είναι μια αγνή μορφή σ’ αυτό το έργο, που γίνεται το θύμα τόσο της τιμής των άλλων, όσο και του χρήματος. Η ίδια δίνει αξία μόνο στην αληθινή αγάπη και υπηρετεί μέχρι το τέλος την αξίας της αξιοπρέπειας. Αρνείται να καταδεχτεί την συμφεροντολογική αγάπη και τον συμβιβασμό της κοινωνικής αποκατάστασης. Η Ρήνη αρνείται να παντρευτεί, γιατί δεν αποδέχεται το γεγονός ότι η αγάπη της για τον Αντρέα έγινε εμπόρευμα που υποτιμάται και αποτιμάται με χρήμα. Η αντίδρασή της είναι μια επανάσταση στα στερεότυπα της εποχής. Αν και στην αρχή ήταν υποταγμένη στη μοίρα των γυναικών και παρακαλούσε τη μάνα της να δώσει στον Αντρέα την προίκα που ζητούσε, στο τέλος αντιδρά, δείχνει αποφασιστικότητα, υπευθυνότητα, αξιοπρέπεια. Αρνείται να ακολουθήσει το στερεότυπο της γυναίκας που δίνει προίκα και που υποτάσσεται στη θέληση του άντρα. Αποφασίζει να πάρει στα χέρια της τη δική της ζωή και τη ζωή του παιδιού της, αδιαφορώντας για τις αντιλήψεις της κοινωνίας, αν και γνωρίζει τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει σαν ανύπαντρη μητέρα.
  2. Παρατηρούμε ότι ότι ο Αντρέας μιλά για το γάμο και την προίκα μόνο με τη σιόρα-Επιστήμη και όχι με τον πατέρα της Ρήνης, όπως θα ήταν φυσικό σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπου οι άνδρες αποφασίζουν και σι γυναίκες υπακούν. Αυτό αποδεικνύει ότι η γυναίκα-μάνα είναι ουσιαστικά το «ισχυρό» πρόσωπο της οικογένειας, που παίρνει τις αποφάσεις και ο Αντρέας δε διστάζει να κάνει συμφωνίες μαζί της. Το μήνυμα που ο Θεοτόκης, εν έτει 1914, περνά είναι πως η γυναίκα μόνο μέσα από την εργασία μπορεί να κερδίσει τη θέση που δικαιούται και αξίζει στην κοινωνία.
  3. Απόσπασμα από το ημερολόγιο της Ρήνης.

…… Ακόμα μια δύσκολη μέρα έφτασε στο τέλος της. Γύρισα αργά από τη δουλειά στο σπίτι και αισθάνομαι πολύ κουρασμένη. ΔΕΝ ΠΑΡΑΠΟΝΙΕΜΑΙ ΟΜΩΣ! Η ευτυχία που θα νιώσω μετά από λίγους μήνες βλέποντας τα αθώα, γεμάτα αγάπη, μάτια του παιδιού μου, όταν θα μπαίνω στη μικρή φτωχική μου κάμαρα δεν αγοράζεται μ΄ όλα τα λεφτά του κόσμου! Νιώθω δυνατή και έτοιμη να αντιμετωπίσω οποιαδήποτε δυσκολία. Να παλέψω μ΄ όλα τα θεριά αυτού του μακρινού και ξένου τόπου όπου βρίσκομαι. Η ευτυχία και η αγάπη δεν αγοράζονται. Μπορεί να άργησα να το καταλάβω εγώ αυτό, να πόνεσα -και ακόμη πονώ!-, αλλά στο παιδί μου θα το μάθω από μικρό να έχει αυτές τις αρχές στη ζωή του.

https://www.youtube.com/watch?v=7gp

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαγωνισμός ολοκαυτωμα

 Παιδιά μου Για τον διαγωνισμό οι ομάδες είναι έως τρία άτομα.