ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ



Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ!  (ΜΑΡΙΑ, ΕΛΕΝΗ, ΕΥΑ, ΛΕΥΤΕΡΗ, ΡΑΦΑΗΛ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ)


Στα αρχαία ελληνικά συναντάμε το απαρέμφατο με δύο κυρίως μορφές:
α) ως έναρθρο, β) ως άναρθρο
Το έναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό και ως ρήμα
Το άναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό και ως ρήμα

Το απαρέμφατο, ανάλογα με τη σημασία του, ισοδυναμεί:
α) με τελική πρόταση, άρα θα ονομάσουμε το απαρέμφατο τελικό
β) με ειδική πρόταση, άρα θα ονομάσουμε το απαρέμφατο ειδικό.

Επίσης,
το απαρέμφατο, ως ουσιαστικό χρησιμοποιείται ως υποκείμενο, αντικείμενο κτλ. ενός ρήματος (θα τα εξετάσουμε στη συνέχεια),
ενώ ως ρήμα συντάσσεται, δηλαδή παίρνει το ίδιο υποκείμενο, αντικείμενο κτλ.. (Για τη σύνταξη του απαρεμφάτου δες εδώ.)

Τελικό απαρέμφατο

Τελικό απαρέμφατο λέγεται το απαρέμφατο που ισοδυναμεί με πρόταση επιθυμίας, μεταφράζεται με το να και δέχεται άρνηση μη, π.χ.
  • Συμβουλεύω ὑμῖν μὴ παραδιδόναι τὰ ὅπλα. (= Σας συμβουλεύω να μην παραδίνετε τα όπλα.)
Τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο δέχονται τα εξής ρήματα:
  1. Τα απρόσωπα ρήματα δοκεῖ = φαίνεται καλό, πρέπει, εἵμαρται = είναι πεπρωπένο, ἔνεστι = είναι δυνατό, συμβαίνει, ἐνδέχεταιπάρεστι = είναι δυνατό, είναι στην εξουσία, ἐγχωρεῖ = είναι δυνατό, ἔστι = είναι δυνατό, προσήκει = αρμόζει, εἵμαρτο = ήταν πεπρωμένο, ἔξεστι = είναι δυνατό, επιτρέπεται, χρὴ = είναι ανάγκη, δεῖ = πρέπει, μέλει = υπάρχει φροντίδα.
  2. Οι απρόσωπες εκφράσεις: ἀνάκγη ἐστί = είναι ανάγκη, ἀναγκαίω ἔχει = είναι αναγκαίο, ἀδύνατόν ἐστιν = είναι αδύνατο, χρεών ἐστι = είναι αναγκαίο, επιβεβλημένο, εὐ ἔχει = καλώς έχει, δυνατόν ἐστιν = είναι δυνατό, εἰκός ἐστιν = είναι φυσικό, επόμενο, οἷον τ' ἐστιν = είναι δυνατό, καιρός ἐστι = είναι ευκαιρία, καλῶς ἔχει = έχει καλώς, ἄξιόν ἐστιν = αξίζει, ὥρα ἐστίν = είναι κατάλληλος χρόνος, ῥᾳδίως ἔχει = είναι εύκολο.
  • Ἔστιν, ὦ βουλή, σῶσαί με δικαίως (= Είναι δυνατό, βουλευτές, να με σώσετε δίκαια.)
  • Ἔξεστί σοι μέγιστον ἀγαθὸν ὑπουργῆσαι τῇ σαυτοῦ πατίδι. (= Είναι δυνατόν να προσφέρεις πολύ μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα σου.
  • Ἔδοξεν αὐτῷ σκηπτὸν πεσεῖν. (= Του φάνηκε ότι έπεσε κεραυνός.
Τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο δέχονται τα εξής ρήματα:
  1. Τα βουλητικά ή εφετικά, δηλαδή όσα σημαίνουν επιθυμία: βούλομαιἐπιθυμῶεὔχομαιἀξιῶπροθυμοῦμαιδέομαιἐθέλω και θέλωἐφίεμαι = επιθυμώ, ὀρέγομαιγλίχομαιπροαιροῦμαιζητῶποθῶσπεύδωἱκετεύωὀκνῶεὐλαβοῦμαιφοβοῦμαι
  • Μένων ἐβούλετο πλουτεῖν. (= Ο Μένων ήθελε να έχει πλούτο.)
  • Οὐκ ἤθελε παραλαβεῖν τοὺς θεράποντας. (=Δεν ήθελε να παραλάβει τους υπηρέτες.)
  1. Τα κελευστικά ή προτρεπτικάκελεύωλέγω = διατάζω, συμβουλεύωπροτρέπωπαραινώπείθω = προσπαθώ να πείσω, κηρύττω
  • Κέλευσον ἀνοῖξαι τὰς πύλας. (Διάταξε ν' ανοίξουν τις πύλες.)
  1. Τα κωλυτικά ή απαγορευτικά και τα αντίθετά τους: ἀπαγορεύωκωλύωἐῶ = αφήνω, επιτρέπω
  • Οὐκ εἴασαν ἀτάφους γενέσθαι. (= Δεν άφησαν να μείνουν άταφοι.)
  1. Τα δυνητικά ή αποπειρατικά και όσα έχουν παρόμοια σημασία: δύναμαιἔχω = δύναμαι, μανθάνωεἴωθαἐθίζωἐπίσταμαι = γνωρίζω ή είμαι ικανός να..., οἶδα = γνωρίζω ή είμαι ικανός να..., πέφυκαποιῶ = γίνομαι αιτία να..., καθίστημιδιαπράττομαικατεργάζομαικατασκευάζωπειρῶμαι
  • Τοιοῦτον οὐ δύναμαι κτήσασθαι. (= Τέτοιον δεν μπορώ να αποκτήσω.)
  1. Όσα σημαίνουν αποφασίζω ή διανοούμαι να...: βουλεύομαι = σκέπτομαι, γιγνώσκω = αποφασίζω, κρίνω, ἐπιβουλεύω = σκέφτομαι να βλάψω, ἐννοῶμελετῶ = φροντίζω να..., ψηφίζομαι = αποφασίζω
  • Ἐψηφίσαντο βοηθεῖν πανδημεί. (= Αποφάσισαν να σπεύσουν σε βοήθεια με όλο το στρατό.)




Ειδικό απαρέμφατο

Ειδικό απαρέμφατο λέγεται το απαρέμφατο που ισοδυναμεί με ειδική πρόταση, μεταφράζεται με το ότι και δέχεται άρνηση οὐ, π.χ.
  • Οἱ πρέσβεις ἥγγειλαν βασιλέα ἀργύριον οὐ παρέξεσθαι. (= Οι πρέσβεις ανάγγειλαν ότι ο βασιλιάς δε θα δώσει χρήματα.
Ειδικό απαρέμφατο ως υποκείμενο δέχονται τα απρόσωπα ρήματα: ἀγγέλλεταιᾄδεταιδοκεῖθρυλεῖταιλέγεταινομίζεταιὁμολογεῖται κ.τ.λ.
  • Ὁμολογεῖται τὴν πόλιν ἀρχαιοτάτην εἶναι. (= Ομολογείται ότι η πόλη είναι αρχαιότατη.)
Ειδικό απαρέμφατο ως αντικείμενο δέχονται τα εξής ρήματα:
  1. Τα λεκτικά και όσα σημαίνουν γενικά πληροφορούμαιλέγω, φημί, ὁμολογῶ, ἀκούω, ἀρνοῦμαι, ἐγγυῶμαι, πυνθάνομαι.
  • Λέγουσί τινες Θεμιστοκλέα φαρμάκῳ ἀποθανεῖν. (= Λένε μερικοί ότι ο Θεμιστοκλής πέθανε με δηλητήριο.)
  1. Τα δοξαστικά και όσα φανερώνουν γνώμη ή κρίσηδοκῶἡγοῦμαινομίζωλογίζομαιοἴομαι και οἶμαιὑπολαμβάνωεἰκάζωκρίνω
  • Πάντας ὑμᾶς οἴομαι γιγνώσκειν. (= Όλοι εσείς νομίζω ότι γνωρίζετε)
  1. Όσα φανερώνουν υποψίαὑποπτεύωὑποτοπῶ = υποψιάζομαι


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΕΚΘΕΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΡΙΤΗΡΙΟ 2

ΕΚΘΕΣΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΗ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ