Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

Αστέρια

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Πατέρα στο σπίτι» (ερωτήσεις σχολικού)

Daniel Eskridge

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Πατέρα στο σπίτι» (ερωτήσεις σχολικού)

Το διήγημα γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα «σκιαθίτικα». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα, αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ’ αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα εμφανής ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα.

1. Αφού μελετήσετε α) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που αφηγείται ο συγγραφέας, β) τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύπους που διαγράφονται και τη συμπεριφορά τους, γ) τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με την πορεία της αφήγησης, να συζητήσετε: α) Για τον κοινωνικό προβληματισμό του διηγήματος, β) Για το ρεαλισμό του Παπαδιαμάντη.

Το διήγημα γράφεται το 1894, ένα μόλις χρόνο δηλαδή μετά την επίσημη κήρυξη χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους, και περιγράφει γεγονότα που εκτυλίσσονται σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, στην οποία διαμένει και ο αφηγητής.
Με βασικό σημείο παρατήρησης το μπακάλικο, στο οποίο συχνάζει ο αφηγητής, ο συγγραφέας μας δίνει στοιχεία για τη δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι άνθρωποι της εποχής, εστιάζοντας μάλιστα την προσοχή του κυρίως σε μια πολυμελή οικογένεια, που εγκαταλείφθηκε από τον μέθυσο πατέρα. Το γεγονός αυτό εγείρει δύο βασικά ζητήματα, τα οποία και προσεγγίζονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Από τη μία πρόκειται για τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και την εξαθλίωση που βιώνει η οικογένεια της ιστορίας, και από την άλλη ο αρνητικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται μια γυναίκα από τον κοινωνικό της περίγυρο, ακόμη κι όταν αυτή έχει να θρέψει τέσσερα παιδιά και δεν έχει καθόλου πόρους.
Οικογενειακά παιχνίδια
Σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων, ο συγγραφέας, με δεδομένο κιόλας το γεγονός της προηγηθείσας χρεοκοπίας, δεν επιχειρεί μια γενική αποτίμηση της κατάστασης ή μιαν απόδοση ευθυνών. Περιορίζεται έτσι στον μικρόκοσμο της συγκεκριμένης οικογένειας που μαστίζεται κυρίως εξαιτίας της προσωπικότητας του πατέρα και της απροθυμίας του να εργαστεί περισσότερο, καθώς και να εγκαταλείψει τα επιζήμια μεθύσια του. Ο συγγραφέας, μάλιστα, γνωρίζοντας πόσο επώδυνο ήταν εκείνη την εποχή το όλο θέμα της οικονομικής ανέχειας, φροντίζει να διανθίσει το κείμενό του με χιουμοριστικές αναφορές (λογοπαίγνια με τα ονόματα των ηρώων, όπως για παράδειγμα η πολύτεκνη Γιαννούλα, που ονομάζεται Πολυκάρπου ή ο κουτσομπόλης και κακεντρεχής γείτονας, που διασκεδάζει με το να βλέπει το ζευγάρι να τσακώνεται, ο οποίος ονομάζεται Ξεφαντούλης).
Σε ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας, ο συγγραφέας παρακολουθεί με συμπάθεια την ιστορία της Γιαννούλας, η οποία κατηγορήθηκε από τον άντρα της και τους γείτονες για ανάρμοστη συμπεριφορά, επειδή δέχτηκε στο σπίτι της τον ευκατάστατο κουμπάρο. Παρατηρούμε πως ο Παπαδιαμάντης, όχι μόνο δηλώνει τη βεβαιότητά του πως η Γιαννούλα ήταν αθώα, αλλά παρουσιάζει κιόλας με πολλές λεπτομέρειες την άθλια κατάσταση στην οποία είχε φτάσει το σπιτικό της, αναγκάζοντάς τη να δει τον κουμπάρο ως, προσωρινή έστω, λύση στην επείγουσα ανάγκη να διασφαλίσει φαγητό για τα παιδιά της. Συγκεκριμένα, βρίσκουμε το εξής χαρακτηριστικό απόσπασμα για την εξαθλίωση στην οποία είχε φτάσει η οικογένεια:  «Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμίΗ εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια.Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιονΗ στάμνα είχε σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί, οσάκις είχε νερόν η βρύσις της γειτονιάςΗ σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να την κρατήση αγάνωτην.
Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι’ άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.»
Τα κοινωνικά αυτά ζητήματα προσεγγίζονται από τον συγγραφέα με τρόπο αμιγώς ρεαλιστικό, υπό την έννοια πως με τις περιγραφές και μόνο των καταστάσεων, χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται να σχολιάσει κάτι, τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Αρκεί η περιγραφή του σπιτικού της Γιαννούλας για να γίνει σαφέστατη η εξαθλίωση των ανθρώπων της εποχής, αρκεί η εικόνα του μικρού παιδιού που ζητιανεύει λίγο λάδι, για να φανεί σε ποιο σημείο φτώχειας, πείνας και απελπισίας είχαν φτάσει τα χρόνια εκείνα πολλοί Έλληνες. Παρόλο που ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για μια συγκεκριμένη οικογένεια, γνωρίζει καλά πως το θέμα αυτό, η άθλια αυτή κατάσταση, είναι κοινή για πολλούς ανθρώπους, είναι μια εμπειρία κι ένα βίωμα που το γνωρίζουν καλά οι συγκαιρινοί του.
Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σε ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας και το πόσο εύκολο ήταν εκείνη την εποχή να αμφισβητηθεί η ηθική ακεραιότητα, ακόμη και μιας μητέρας που έχει φτάσει στην έσχατη απελπισία και υποδέχεται στο σπίτι της έναν άνθρωπο που φέρνει τρόφιμα για τα παιδιά της (Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν).
Στο πλαίσιο της αντικειμενικής και ρεαλιστικής παρουσίασης των γεγονότων, ο συγγραφέας επιλέγει πρόσωπα οικεία για την ελληνική τότε κοινωνία, με στοιχεία χαρακτήρα και συμπεριφορές, που τα έφερναν πολύ κοντά στον μέσο τύπο των ανθρώπων της εποχής.
Ο πατέρας: Είναι ο χαρακτηριστικός τύπος ανθρώπου, ο οποίος ενώ παντρεύεται και αποκτά παιδιά -ίσως ακολουθώντας το κοινωνικό πρότυπο- δεν έχει επί της ουσίας κανένα σεβασμό για την έννοια της πατρότητας. Αδιαφορεί για τα παιδιά του, αδιαφορεί για τη βασανιζόμενη γυναίκα του, και συνεχίζει τα μεθύσια και τις κραιπάλες, σαν να μην έχει υποχρεώσεις. Είναι τεμπέλης και το μόνο που τον απασχολεί είναι η καλοπέρασή του, κάτι που γίνεται ιδιαιτέρως σαφές, όταν αφού έχει αφήσει το σπιτικό του να εξαθλιωθεί πλήρως, τελικά εγκαταλείπει τα παιδιά του και πηγαίνει να ζήσει με μια παλιά φιλενάδα του. Αν και πατέρας τεσσάρων παιδιών, μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται τις ευθύνες του. Προτιμά να ξοδεύει τα χρήματά του για να πίνει, και όχι για να εξασφαλίσει φαγητό για τα παιδιά του.
Η Γιαννούλα: Είναι το πρότυπο της μητέρας που εργάζεται όσο πιο σκληρά μπορεί για τα παιδιά της και θυσιάζει κάθε τι στη ζωή της για χάρη τους. Αντιμέτωπη, ωστόσο, με την αδιαφορία και την αχρειότητα του συζύγου της, κάνει το λάθος να υποκύψει, όχι με ερωτικές διαθέσεις βέβαια, στην πολιορκία του πλούσιου κουμπάρου. Η Γιαννούλα, που ως γυναίκα «ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν», επιτρέπει στον κουμπάρο να έρχεται στο σπίτι της και δέχεται τα πολύτιμα γι’ αυτήν ψώνια που της φέρνει, όχι γιατί τον βλέπει ερωτικά, αλλά γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν έχει κανέναν οικονομικό πόρο, τα παιδιά της πεινούν κι η ίδια είναι απελπισμένη. Έτσι, η ψευτοπολιτική της συνίσταται στο ότι ενθαρρύνει τις επισκέψεις του πλούσιου διεκδικητή της, για όσο καιρό μπορεί, μόνο και μόνο για να παίρνει από αυτόν ό,τι της προσφέρει ως δώρο. Βέβαια, ενώ ο κουμπάρος δεν είχε τίποτα να χάσει, αφού είτε κατάφερνε να δελεάσει τη Γιαννούλα είτε όχι, θα μπορούσε εύκολα να βρει μια άλλη γυναίκα, η Γιαννούλα διακινδύνευσε την τιμή και την αξιοπρέπειά της, χάνοντας τελικά το σύζυγό της.
Ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης: Ο γείτονας του ζευγαριού που σπεύδει να ενημερώσει τον σύζυγο της Γιαννούλας, για την υποτιθέμενη σχέση της με τον κουμπάρο, είναι ο χαρακτηριστικά μικροπρεπής και κακεντρεχής τύπος του ανθρώπου, που βρίσκει ευχαρίστηση μέσα από τα προβλήματα και τη δυστυχία των άλλων.
Ο παντοπώλης: Ο φίλος του αφηγητή αποτελεί ένα θετικό πρόσωπο στην ιστορία, καθώς παραμένει ένας τίμιος άνθρωπος, τόσο στις επαγγελματικές του συναλλαγές,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαγωνισμός ολοκαυτωμα

 Παιδιά μου Για τον διαγωνισμό οι ομάδες είναι έως τρία άτομα.