Αρχαια α λυκειου
Μόλις τελείωσε με αυτά τα λόγια την ομιλία του (ο Θηραμένης), η Βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, κι ο Κριτίας επειδή αντιλήφθηκε ότι αν επιτρέψει στη Βουλή να αποφασίσει γι’ αυτόν με ψηφοφορία, ο Θηραμένης θα γλιτώσει, και καθώς αυτό το θεωρούσε ανυπόφορο, αφού πλησίασε τους Τριάκοντα και μίλησε μαζί τους, βγήκε και διέταξε αυτούς που είχαν τα εγχειρίδια να σταθούν φανερά μπροστά στη Βουλή κοντά στο κιγκλίδωμα.
[51] Πάλιν δὲ εἰσελθὼν εἶπεν· «Ἐγώ, ὦ βουλή, νομίζω προστάτου ἔργον εἶναι οἵου δεῖ, ὃς ἂν ὁρῶν τοὺς φίλους ἐξαπατωμένους μὴ ἐπιτρέπῃ. Καὶ ἐγὼ οὖν τοῦτο ποιήσω. Καὶ γὰρ οἵδε οἱ ἐφεστηκότες οὔ φασιν ἡμῖν ἐπιτρέψειν, εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον. Ἔστι δὲ ἐν τοῖς καινοῖς νόμοις τῶν μὲν ἐν τοῖς τρισχιλίοις ὄντων μηδένα ἀποθνῄσκειν ἄνευ τῆς ὑμετέρας ψήφου,τῶν δ’ ἔξω τοῦ καταλόγου κυρίους εἶναι τοὺς τριάκοντα θανατοῦν. Ἐγὼ οὖν, ἔφη, Θηραμένην τουτονὶ ἐξαλείφω ἐκ τοῦ καταλόγου, συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν. Καὶ τοῦτον, ἔφη, ἡμεῖς θανατοῦμεν».
Μετάφραση: Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε: «Εγώ, κύριοι βουλευτές, νομίζω ότι καθήκον κάθε άξιου ηγέτη είναι, αν δει ότι οι φίλοι του εξαπατώνται, να μην το επιτρέψει. Κι εγώ, λοιπόν, αυτό θα κάνω. Και μάλιστα, αφού αυτοί εδώ που στέκονται στο κιγκλίδωμα λένε ότι δεν θα μας το επιτρέψουν, αν αφήσουμε ελεύθερο έναν άνδρα που φανερά καταστρέφει την ολιγαρχία. Αναγράφεται στους νέους νόμους ότι κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, αλλά για όσους δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτόν τον κατάλογο οι Τριάκοντα έχουν το δικαίωμα να θανατώνουν όποιον θέλουν. Εγώ λοιπόν, είπε, διαγράφω τον Θηραμένη αυτόν εδώ από τον κατάλογο, με τη συγκατάθεση όλων μας. Κι αυτόν, πρόσθεσε, εμείς τον καταδικάζουμε σε θάνατο.
[52] Ἀκούσας ταῦτα ὁ Θηραμένης ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὴν ἑστίαν καὶ εἶπεν· «Ἐγὼ δ’, ἔφη, ὦ ἄνδρες, ἱκετεύω τὰ πάντων ἐννομώτατα, μὴ ἐπὶ Κριτίᾳ εἶναι ἐξαλείφειν μήτε ἐμὲ μήτε ὑμῶν ὃν ἂν βούληται, ἀλλ’ ὅνπερ νόμον οὗτοι ἔγραψαν περὶ τῶν ἐν τῷ καταλόγῳ, κατὰ τοῦτον καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ τὴν κρίσιν εἶναι.
Μετάφραση: Μόλις άκουσε αυτά ο Θηραμένης πήδηξε πάνω στο βωμό της Εστίας και είπε: «Εγώ, άνδρες, ικετεύω σε ό,τι πιο δίκαιο υπάρχει να μην έχει ο Κριτίας το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα ούτε όποιον άλλον από εσάς θελήσει, αλλά σύμφωνα με τον νόμο, τον οποίο αυτοί νομοθέτησαν για όσους περιλαμβάνονται στον κατάλογο, σύμφωνα με αυτόν να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ.
[53] Καὶ τοῦτο μέν, ἔφη, μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἀγνοῶ, ὅτι οὐδέν μοι ἀρκέσει ὅδε ὁ βωμός, ἀλλὰ βούλομαι καὶ τοῦτο ἐπιδεῖξαι, ὅτι οὗτοι οὐ μόνον εἰσὶ περὶ ἀνθρώπους ἀδικώτατοι, ἀλλὰ καὶ περὶ θεοὺς ἀσεβέστατοι. Ὑμῶν μέντοι, ἔφη, ὦ ἄνδρες καλοὶ κἀγαθοί, θαυμάζω, εἰ μὴ βοηθήσετε ὑμῖν αὐτοῖς, καὶ ταῦτα γιγνώσκοντες ὅτι οὐδὲν τὸ ἐμὸν ὄνομα εὐεξαλειπτότερον ἢ τὸ ὑμῶν ἑκάστου».
Μετάφραση: Και βέβαια, είπε, μα τους θεούς, το γνωρίζω ότι σε τίποτα δεν θα με βοηθήσει αυτός ο βωμός, αλλά θέλω να αποδείξω και το εξής, ότι αυτοί είναι όχι μόνο πολύ άδικοι απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και πολύ ασεβείς απέναντι στους θεούς. Απορώ όμως, είπε, άνδρες καλοί και αγαθοί, με εσάς, αν δεν βοηθήσετε τον ίδιο σας τον εαυτό, ενώ γνωρίζετε καλά ότι το δικό μου όνομα δεν διαγράφεται πιο εύκολα απ’ ό,τι το όνομα καθενός από εσάς.
[54] Ἐκ δὲ τούτου ἐκέλευσε μὲν ὁ τῶν τριάκοντα κῆρυξ τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην· ἐκεῖνοι δὲ εἰσελθόντες σὺν τοῖς ὑπηρέταις, ἡγουμένου αὐτῶν Σατύρου τοῦ θρασυτάτου τε καὶ ἀναιδεστάτου, εἶπε μὲν ὁ Κριτίας· «Παραδίδομεν ὑμῖν, ἔφη, Θηραμένην τουτονὶ κατακεκριμένον κατὰ τὸν νόμον.
Μετάφραση: Μετά από αυτό διέταξε ο κήρυκας των Τριάκοντα τους Έντεκα να συλλάβουν τον Θηραμένη⸱ όταν εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους, έχοντας επικεφαλής τον θρασύτατο και αναιδέστατο Σάτυρο, είπε ο Κριτίας: «Σας παραδίδουμε αυτόν εδώ τον Θηραμένη καταδικασμένο σύμφωνα με τον νόμο».
[55] Ὑμεῖς δὲ λαβόντες καὶ ἀπαγαγόντες οἱ ἕνδεκα οὗ δεῖ τὰ ἐκ τούτων πράττετε».
Ὡς δὲ ταῦτα εἶπεν, εἷλκε μὲν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ ὁ Σάτυρος, εἷλκον δὲ οἱ ὑπηρέται. ὁ δὲ Θηραμένης ὥσπερ εἰκὸς καὶ θεοὺς ἐπεκαλεῖτο καὶ ἀνθρώπους καθορᾶν τὰ γιγνόμενα. Ἡ δὲ βουλὴ ἡσυχίαν εἶχεν, ὁρῶσα καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις ὁμοίους Σατύρῳ καὶ τὸ ἔμπροσθεν τοῦ βουλευτηρίου πλῆρες τῶν φρουρῶν, καὶ οὐκ ἀγνοοῦντες ὅτι ἐγχειρίδια ἔχοντες παρῆσαν.
Μετάφραση: Εσείς οι Έντεκα συλλάβετε και οδηγήστε αυτόν εκεί που πρέπει κι εκτελέστε τα όσα αναλογούν. Μόλις είπε αυτά, τον τραβούσε από τον βωμό ο Σάτυρος, τον τραβούσαν κι οι βοηθοί. Ο Θηραμένης, όπως ήταν φυσικό, επικαλούνταν θεούς και ανθρώπους να δουν τα όσα γίνονταν. Οι βουλευτές, ωστόσο, δεν κινήθηκαν, βλέποντας και αυτούς που στέκονταν στα κιγκλιδώματα, που ήταν ίδιοι με τον Σάτυρο, και τον χώρο μπροστά από το βουλευτήριο γεμάτος φρουρούς, και γνωρίζοντας καλά ότι ήταν εκεί έχοντας εγχειρίδια.
[56] Οἱ δ’ ἀπήγαγον τὸν ἄνδρα διὰ τῆς ἀγορᾶς μάλα μεγάλῃ τῇ φωνῇ δηλοῦντα οἷα ἔπασχε. Λέγεται δ’ ἓν ῥῆμα καὶ τοῦτο αὐτοῦ. Ὡς εἶπεν ὁ Σάτυρος ὅτι οἰμώξοιτο, εἰ μὴ σιωπήσειεν, ἐπήρετο· «Ἂν δὲ σιωπῶ, οὐκ ἄρ’, ἔφη, οἰμώξομαι;» καὶ ἐπεί γε ἀποθνῄσκειν ἀναγκαζόμενος τὸ κώνειον ἔπιε, τὸ λειπόμενον ἔφασαν ἀποκοτταβίσαντα εἰπεῖν αὐτόν· «Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω τῷ καλῷ». Καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἀγνοῶ, ὅτι ταῦτα ἀποφθέγματα οὐκ ἀξιόλογα, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν, τὸ τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς.
Μετάφραση: Αυτοί έσυραν τον άνδρα μέσα από την αγορά, ενώ αυτός φώναζε με δυνατή φωνή για όσα πάθαινε. Λέγεται, μάλιστα, ένας λόγος κι αυτός δικός του. Όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα θρηνήσει, αν δεν σωπάσει, απάντησε: «κι αν δεν σωπάσω, άραγε, δεν θα θρηνήσω;». Κι όταν εξαναγκαζόταν να πεθάνει πίνοντας το κώνειο, λένε ότι αφού έριξε μακριά το υγρό που είχε μείνει στο ποτήρι του, παίζοντας τον κότταβο, είπε: «Στην υγεία του όμορφου Κριτία». Και δεν αγνοώ, βέβαια, ότι αυτά δεν είναι αξιόλογα αποφθέγματα, θεωρώ εντούτοις αξιοθαύμαστο το εξής χαρακτηριστικό του ανδρός, ότι και τη στιγμή που ο θάνατος ήταν δίπλα του δεν έχασε ούτε την αυτοκυριαρχία του ούτε το χιούμορ του.
Ερμηνευτικά σχόλια
§50-56
Η περιγραφή της παρωδίας της δίκης του Θηραμένη είναι πολύ χαρακτηριστική για την κρίση που περνούσε ο Ελληνικός κόσμος στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. Η κρίση δεν ήταν μόνο πολιτική: εδώ φαίνεται ολοκάθαρα πώς αμφισβητούνται και πόσο ωμά παραβιάζονται η αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για το Νόμο καθώς και η αντίληψη για την ευσέβεια.
§50 καὶ ἐπιστῆναι... ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις
Δεν έφτανε η φανερή ψηφοφορία που είχαν επιβάλει οι Τριάκοντα στους βουλευτές/δικαστές· για να επηρεάσει την ελεύθερη βούλησή τους, ο Κριτίας χρησιμοποιεί ωμή τρομοκρατία με τους νεαρούς μαχαιροφόρους που μπήκαν μέσα στο Βουλευτήριο, στάθηκαν στο κιγκλίδωμα και κρατούσαν τα εγχειρίδια έτσι, ώστε να τα βλέπουν οι βουλευτές («φανερῶς... τῇ βουλῇ»).
§51 προστάτου ἔργον εἶναι... μὴ ἐπιτρέπῃ
Ο Κριτίας υποστηρίζει αδιάντροπα ότι οι δικαστές έχουν παρασυρθεί από την απολογία του Θηραμένη («ἐξαπατωμένους») και ότι ο ίδιος, ως ηγέτης, δεν μπορεί να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Άλλωστε και «οἵδε οἱ ἐφεστηκότες», οι νεαροί με τα εγχειρίδια, λένε ότι δε θα επιτρέψουν να παρασυρθούν ούτε οι δικαστές ούτε και ο Κριτίας (ἡμῖν).
ἔστι δὲ ἐν τοῖς καινοῖς νόμοις... ἐγὼ οὖν...
Οι τύραννοι δεν τηρούν ούτε τους νόμους που ψήφισαν οι ίδιοι. Καταλύεται κάθε έννοια νομιμότητας και ο νόμος γίνεται παιχνίδι ή «εγχειρίδιον» στα χέρια του ισχυρού της στιγμής. Τους απλούς πολίτες μπορούσε να τους θανατώσει οποιοσδήποτε από τους Τριάκοντα και τα όργανά τους με την κατηγορία ότι είναι επικίνδυνοι για το καθεστώς. Ο «κατάλογος» είχε περιλάβει τρεις χιλιάδες ονόματα πολιτών μόνο, των οπαδών των ολιγαρχικών. Αν κάποιος από τους «εντός του καταλόγου» είχε κατηγορηθεί, δίκαια ή άδικα, για ανατρεπτικές ενέργειες, για να καταδικαστεί σε θάνατο έπρεπε να το αποφασίσουν οι πεντακόσιοι βουλευτές. Για τους «εκτός καταλόγου» αποφάσιζαν μόνο οι Τριάκοντα.
Η J. de Romilly γράφει για τη σχέση των αρχαίων Ελλήνων με τον νόμο: «Οι Έλληνες, εραστές πάντοτε της ανεξαρτησίας, διακήρυσσαν συνεχώς με υπερηφάνεια την υπακοή τους στους νόμους. Είναι γεγονός ότι δεν αναζητούσαν με κανένα τρόπο να καθορίσουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες σε σχέση με την πόλη στην οποία ανήκαν και με την οποία είχαν ταυτισθεί. Το μόνο που ζητούσαν ήταν να διοικείται η πόλη αυτή από έναν δικό της κανόνα και όχι έναν άνθρωπο. Έτσι ο νόμος υπήρξε το στήριγμα και η εγγύηση όλης της πολιτικής τους ζωής. Και τον χρησιμοποιούσαν ως μέσον για να αντιτάσσονται τόσο στην αναρχία της πρωτόγονης ζωής όσο και στην υποταγή των λαών που, σαν τους Πέρσες, υπόκεινταν στην αυθαιρεσία ενός ηγεμόνα». (Ο Νόμος στην ελληνική σκέψη, σελ. 15).
§52 ... ὁ Θηραμένης ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὴν ἑστίαν... ἱκετεύω...
Είναι πασίγνωστος και από την ιστορία και από τη λογοτεχνία (κυρίως από την τραγωδία) ο σεβασμός για τους «ικέτες», που έχουν καταφύγει σε κάποιο βωμό ή ιερό. Η παραβίαση του ασύλου θεωρείται μεγάλη ασέβεια που μολύνει ολόκληρη την κοινότητα. Η τήρηση των θεσμών της ευσέβειας «αποτελούσε σε κάθε περίπτωση πολιτικό καθήκον». Οι σχέσεις της θρησκευτικής και της πολιτικής ζωής φαίνονται αν ρίξει κανείς μια ματιά στην Αγορά των Αθηνών τα δημόσια κτήρια της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι διάσπαρτα στο χώρο της αγοράς, ανάμεσα στα ιερά και στους βωμούς των θεών (Βλ. σχέδιο).
👍🏻
ΑπάντησηΔιαγραφή!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή