Διηγημα

 

Διήγημα: “You are my anchor in Anchorage”

Της Ευαγγελίας Γραμμένου // *

 

 

Το «σ’ αγαπώ» στη φετινή κάρτα είναι λίγο στραβογραμμένο. Γέρνει το «ω» και  εγώ γερνώ. Τώρα που το σκέφτομαι, κάθε χρόνο, γέρνει λίγο πιο πολύ, έτσι, μιαν ιδέα. Πενήντα χρόνια τώρα, σε κάθε επέτειο, παίρνει την κατιούσα. Σαν να γειώνεται. Περνούν τα χρόνια, και μείς παππούδες πια, στα εβδομήντα πέντε, πατημένα.

Όμως το «σ’ αγαπώ», και φέτος στη χρυσή μας επέτειο, φιγουράρει στην λουλουδάτη κάρτα μου: water lilies και ορχιδέες, με λευκά και μωβ χρώματα. Το άρωμά τους τρελαίνει τη μύτη μου, είχε πει τότε όταν είδε  την πρώτη κάρτα. Πέντε Ιουλίου του χίλια εννιακόσια εξήντα έξι.

Ο γάμος μας στην Εκκλησία του Χριστού, κοντά στο πανεπιστήμιο της, στη Deparr Road. Ξέκλεψε μια ώρα και ήρθε μόνη, με τα μαύρα μαλλιά της ως κάτω στην πλάτη, και ένα κατάλευκο κάπως μεγαλίστικο ταγιέρ. Περίμενα χωμένος μέσα στη μπλε στολή μου, ένας ξερακιανός εκεί, με τον φόβο στα μεγαλωμένα μάτια μου μήπως και δεν έρθει,  μια νεράιδα των πάγων, και γω ένας βαρετός καραβανάς. Όμως ήρθε, με φίλησε πρώτη, πήρε τα λουλούδια, λευκά λίλιουμ και ψιθύρισε «μη φοβάσαι, θα είμαι πάντα μαζί σου». Και έπαψες να φοβάσαι, φουκαρά αξιωματικέ, με τα χρυσά κουμπιά και το στρατιωτικό καπέλο, που σου ’πεφτε λίγο μεγάλο.

Μα ακόμα δεν κατάλαβα,  πότε έπαψε να είναι το δειλό ποντικάκι που ήταν, όταν την πρωτοείδα στο φεστιβάλ της Ανεξαρτησίας της 4η Ιουλίου.

Η μπάντα της σχολής έπαιζε μουσική και οι φοιτητές κάναμε παρέλαση, με καμάρι, είν’ αλήθεια, γιατί οι καινούριες στολές μας ήταν εντυπωσιακές, και τα κορίτσια, οι εθελόντριες φοιτήτριες, κοιτούσαν, πες τρυπούσαν, με κάτι μάτια που μας έκαναν να παραπατάμε. Πρώτα πρόσεξα τον ατίθασο, εβένινο χείμαρρο των μαλλιών της, καθώς ετοίμαζε σάντουιτς με σολομό και καβουροπόδαρα για τους επισκέπτες. Σήκωνε το μικρό της χέρι και συμμάζευε τις ανυπότακτες τούφες συνέχεια, μα δίχως αποτέλεσμα. Τα πόδια μου και η καρδιά μου έχασαν ταυτόχρονα το βήμα. Για πάντα, από τότε. Μετά το φαγητό βρεθήκαμε -όλως τυχαία, δεν το επιδίωξα- να τρέχουμε στο mount marathon, εκεί σε μια στιγμή, στραμπούλιξε το πόδι της -όλως τυχαία ήμουν δίπλα, ήξερα από πρώτες βοήθειες- και την κουβάλησα σχεδόν, μέχρι το κατάλυμα.

Της κράτησα παρέα όλο το βράδυ στον πόνο του πρησμένου της ποδιού. Την  έκανα να ξεχαστεί μιλώντας για λιβάδια με ορχιδέες -βοτανολογία το χόμπι μου- , τυρκουάζ νερά και κοκοφοίνικες. Το όνειρό μου, έγινε ο παράδεισός μας. Μου είπε πως σπουδάζει στο Pacific University κοινωνιολογία. Της είπα πως είμαι αξιωματικός στην στρατιωτική Ακαδημία. Αυτό ήταν.

Τα χρόνια κύλησαν σαν το νερό, το καλοκαίρι, στην Eklutna lake, όπου κάναμε βαρκάδα. Χρόνια πολλά, πότε με μια λάμψη από το Aurora Borrealis, και πότε με στεγνό στόμα φόβου, όπως τότε που μια τεράστια λευκή  αρκούδα, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στα παιδιά. Ήταν  κοντά στη στρατιωτική βάση, όταν ήρθαν να με δούνε. Είχα άσκηση για  τρεις εβδομάδες συνέχεια, τα κορίτσια κλαίνε και σε ζητάνε, είπε, και τα φόρτωσε ως το Denali Borough. Και όταν ήρθαν, σώες μετά την περιπέτεια, δεν ήταν πια το ποντικάκι, ούτε το λίλιουμ των πάγων. Ήταν ένα  δυνατό ποταμόπλοιο που πέρναγε μέσα από  τους πάγους στο Άνκορατζ: στα διαβάσματα των δίδυμων, στις ατελείωτες νύχτες του χειμώνα, στην τακτική μου θλίψη, κάθε τέλος καλοκαιριού, στους αλκοολικούς της δουλειάς της, στους γάμους των κοριτσιών, στο σύνδρομο της άδειας φωλιάς.

Ξέρεις τι λέω, καημένε; Εσύ δήθεν ο ετοιμοπόλεμος και η Εύα τελικά πολεμούσε πενήντα χρόνια. Εκεί στο τελευταίο σύνορο, στο σπίτι  στην E 5th Avenue. Ήθελε τεράστια παράθυρα και κίτρινες κουρτίνες, ένα παγκάκι, θρόνο, για το νεραϊδίσιο σώμα της, ήθελε το χέρι μου στον ώμο της, ήθελα το «μη φοβάσαι».

Και τώρα…

Να’ μαι επιτέλους στον παράδεισο των Μπαρμπάντος, στο Coconut Hotel, ατενίζοντας από τη βεράντα wild orchids σε όλα τα χρώματα. Φορώ τη βερμούδα που μου ετοίμασε και χάνομαι ρεμβάζοντας. Μου λείπει, αλλά είναι ένα στοίχημα να τα ετοιμάσω όλα, όπως έχω ονειρευτεί τόσες φορές, τις αξημέρωτες νυχτιές στο Άνκορατζ.

Δίπλα στη θάλασσα, κάτω από το φως των αστεριών, θα σερβιριστεί αύριο βράδυ το δείπνο. Τεράστια αρωματικά κεριά θα γεμίζουν με παράξενες σκιές το αλαβάστρινο πρόσωπό της. Η Εύα θα φοράει μια μακριά, έξωμη, ολόλευκη τουαλέτα και ένα κόσμημα-δώρο στα ασημιά μαλλιά της. Το απαλό αγέρι θα τραγουδά μαζί με την ορχήστρα το τραγούδι μας. Καθώς χορεύουμε, η καρδιά μου θα χάσει  και πάλι το βήμα.

Κοιτώ ξανά το στραβογραμμένο «σ’ αγαπώ». Φως φανερό. Επείγουσα ανάγκη, χρειάζεται την άγκυρά του.

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΕΚΘΕΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΡΙΤΗΡΙΟ 2

ΕΚΘΕΣΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΗ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ