ΛΑΤΙΝΙΚΑ 18Η

 Λατινικά  Ενότητα 18

Ο Ηρακλής στην Ιταλία

Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Hercules dicitur


adduxisse boves Geryonis


ex Hispania in eum locum,


ubi postea Romulus


condidit urbem Romam.


Prope Tiberim fluvium


Hercules fertur refecisse boves


et ipse fessus de via


dormivisse ibi.


Tum Cacus pastor,


fretus viribus,


traxit caudis quosdam boves


in speluncam


aversos.


Ubi Hercules,


excitatus e somno,


aspexit gregem


et sensit abesse partem,


pergit ad proximam speluncam;


sed postquam vidit vestigia boum


foras versa,


confusus


coepit amovere gregem


ex infesto loco.


Sed mugitus bovum


auditus ex spelunca


convertit Herculem.


Tum Cacus,


conatus prohibere eum vi,


interficitur clava Herculis.


O Ηρακλής λέγεται


ότι οδήγησε τα βόδια του Γηρυόνη


από την Ισπανία σε αυτό τον τόπο,


όπου αργότερα ο Ρωμύλος


έχτισε την πόλη Ρώμη.


Κοντά στον Τίβερη ποταμό


ο Ηρακλής λέγεται ότι ξεκούρασε τα βόδια


και ο ίδιος κουρασμένος από το δρόμο


κοιμήθηκε εκεί.


Τότε ο Κάκος ο βοσκός,


έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του,


τράβηξε από τις ουρές μερικά βόδια


σε μια σπηλιά


γυρισμένα ανάποδα.


Μόλις ο Ηρακλής,


αφού σηκώθηκε από τον ύπνο,


κοίταξε το κοπάδι


και κατάλαβε ότι έλειπε  ένα μέρος


κατευθύνεται στην κοντινότερη σπηλιά·


αλλά, αφού είδε τα ίχνη  των βοδιών


στραμμένα προς τα έξω,


μπερδεμένος


άρχισε να απομακρύνει το κοπάδι


από τον εχθρικό τόπο.


Αλλά το μουγκρητό των βοδιών


που ακούστηκε από τη σπηλιά


γύρισε πίσω τον Ηρακλή.


Τότε ο Κάκος,


ενώ προσπαθούσε να τον εμποδίσει με τη βία,


σκοτώνεται από το ρόπαλο του Ηρακλή.


Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

Hercules: ονομαστική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Hercules, Herculis / Herculi (αρσ. γ΄ κλ.) = ο Ηρακλής. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]


boves: αιτιατική πληθ. του (ανώμ.) ουσ. bos, bovis (αρσ. γ΄ κλ.) = το βόδι. [Γενική πληθ.: bovum & boum. Δοτική και αφαιρετική πληθ.: bobus & bubus.]



 

Geryonis: ονομαστική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Geryon & Geryones, Geryonis & Geryonae (αρσ. γ΄ κλ.) = ο Γηρυόνης. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]


ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.


Hispania: αφαιρετική ενικ. του ουσ. Hispania, Hispaniae (θηλ. α΄ κλ.) = Η Ισπανία.


in: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.


eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.


locum: αιτιατική ενικ. του ουσ. locus, loci (αρσ. β΄ κλ.) = ο τόπος, το μέρος. [Πληθ. αριθμός: (αρσ.) loci, locorum (= χωρία βιβλίου) και (ουδ.) loca, locorum (= τόποι) (ετερογενές).]



 

adduxisse: απαρέμφατο παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. adduco, adduxi, adductum, adducere (3) = παρασύρω, παρακινώ· εδώ: οδηγώ προς.


dicitur: γ΄ ενικ. οριστικής ενεστώτα παθητ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέω.


ubi: αναφορικό τοπικό επίρρ. = όπου.


postea: χρονικό επίρρ. = αργότερα, έπειτα.


Romulus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Romulus, Romuli (αρσ. β΄ κλ.) = ο Ρωμύλος. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]


urbem: αιτιατική ενικ. του ουσ. urbs, urbis (θηλ. γ΄ κλ.) = η πόλη. [Γενική. πληθ.: urbium.]



 

Romam: αιτιατική ενικ. του ουσ. Roma, Romae (θηλ. α΄ κλ.) = η Ρώμη. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]



 

condidit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. condo, condidi, conditum, condere (3) = χτίζω.


prope: πρόθεση (+ αιτιατική) = κοντά σε.


Tiberim: αιτιατική ενικ. του ουσ. Tiberis, Tiberis (αρσ. γ΄ κλ.) = ο Τίβερης. [Αιτιατική ενικ.: Tiberim. Αφαιρετική ενικ.: Tiberi. Δεν έχει πληθ. αριθμό.]


fluvium: αιτιατική ενικ. του ουσ. fluvius, fluvii (αρσ. β΄ κλ.) = ο ποταμός.


Hercules: ονομαστική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Hercules, Herculis / Herculi (αρσ. γ΄ κλ.) = ο Ηρακλής. [Βλ. παραπάνω.]


boves: αιτιατική πληθ. του (ανώμ.) ουσ. bos, bovis (αρσ. γ΄ κλ.) = το βόδι. [Βλ. παραπάνω.]


refecisse: απαρέμφατο παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. reficio, refeci, refectum, reficere (3, 15 σε -io) = ξεκουράζω.


fertur: γ΄ ενικ. οριστικής ενεστώτα παθητ. φων. του ανώμ. ρήμ. fero, tuli, latum, ferre (3) = φέρνω· εδώ: fertur = λέγεται.


et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.


ipse: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως οριστικής) αντων. ipse, ipsa, ipsum = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.


de: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από, εξαιτίας.


via: αφαιρετική ενικ. του ουσ. via, viae (θηλ. α΄ κλ.) = ο δρόμος.


fessus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. fessus, fessa, fessum = κουρασμένος. [Χρησιμοποιήθηκε και ως μετοχή παθητικού παρακειμένου του fatisco , –, –, fatiscere και fatiscor, –, –, fatisci.]


ibi: τοπικό επίρρ. = εκεί.


dormivisse: απαρέμφατο παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. dormio, dormi(v)i, dormitum, dormire (4) = κοιμάμαι.


tum: χρονικό επίρρ. = τότε.


Cacus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Cacus, Caci (αρσ. β΄ κλ.) = ο Κάκος. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]


pastor: ονομαστική ενικ. του ουσ. pastor, pastoris (αρσ. γ΄ κλ.) = ο βοσκός.



 

fretus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. fretus, –a, –um = αυτός που έχει πεποίθηση, εμπιστοσύνη.


viribus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. vis (θηλ. γ΄ κλ.) = η δύναμη. [Ενικ.: vis, –, –, vim, –, vi. Πληθ.: vires, virium, viribus, vires (& viris), vires, viribus.]


boves: αιτιατική πληθ. του (ανώμ.) ουσ. bos, bovis (αρσ. γ΄ κλ.) = το βόδι. [Βλ. παραπάνω.]


quosdam: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, της αόριστης επιθετικής αντων. quidam, quaedam, quoddam = κάποιος, κάποια, κάποιο. [Αντίστοιχη αόριστη ουσιαστική αντων.: quidam, quaedam, quiddam.]


in: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.


speluncam: αιτιατική ενικ. του ουσ. spelunca, speluncae (θηλ. α΄ κλ.) = η σπηλιά.


caudis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. cauda, caudae (θηλ. α΄ κλ.) = η ουρά.


traxit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. traho, traxi, tractum, trahere (3) = σύρω, τραβώ.


aversos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. averto, averti, aversum, avertere (3) = γυρίζω ανάποδα.


ubi: χρονικός σύνδεσμος = μόλις, όταν.


Hercules: ονομαστική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Hercules, Herculis / Herculi (αρσ. γ΄ κλ.) = ο Ηρακλής. [Βλ. παραπάνω.]


e(x): πρόθεση (+ αφαιρετική) = από. [Αν μετά την πρόθεση ex ακολουθεί λέξη που αρχίζει από σύμφωνο, τότε συνήθως αποβάλλεται το x. Αν ακολουθεί λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή h, το x διατηρείται.]



 

somno: αφαιρετική ενικ. του ουσ. somnus, somni (αρσ. β΄ κλ.) = ο ύπνος.



 

excitatus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. excito, excitavi, excitatum, excitare (1) = σηκώνω· // excitor e somno = σηκώνoμαι από τον ύπνο, ξυπνώ.


gregem: αιτιατική ενικ. του ουσ. grex, gregis (αρσ. γ΄ κλ.) = το κοπάδι.


aspexit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. aspicio, aspexi, aspectum, aspicere (3, 15 σε -io) = κοιτάζω, βλέπω.


et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.


partem: αιτιατική ενικ. του ουσ. pars, partis (θηλ. γ΄ κλ.) = το μέρος, το τμήμα.


[Γεν. πληθ. partium. Ο πληθ. αριθμός partes, partium, εκτός από τη σημασία «τα μέρη», έχει και τη σημασία «η (πολιτική ή στρατιωτική) παράταξη» (ετερόσημο).] abesse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. absum, afui, –, abesse = απουσιάζω. [Μτχ. ενεστώτα: absens, absens, absens (γενική: absentis).]


sensit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. sentio, sensi, sensum, sentire (4) = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι.


pergit: γ΄ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. pergo, perrexi, perrectum, pergere (3) = κατευθύνομαι.


ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.


proximam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. proximus, –a, –um =(πάρα) πολύ κοντινός.


speluncam: αιτιατική ενικ. του ουσ. spelunca, speluncae (θηλ. α΄ κλ.) = η σπηλιά.


sed: αντιθετικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = αλλά.


postquam: χρονικός σύνδεσμος = αφού.


boum: γενική πληθ. του (ανώμ.) ουσ. bos, bovis (αρσ. γ΄ κλ.) = το βόδι. [Βλ. παραπάνω.]


vestigia: αιτιατική πληθ. του ουσ. vestigium, vestigii / vestigi (ουδ. β΄ κλ.) = το ίχνος.


foras: τοπικό επίρρ. = προς τα έξω.


versa: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. verto, verti, versum, vertere (3) = στρέφω.


vidit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. video, vidi, visum, videre (2) = βλέπω.



 

confusus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. confundo, confudi, confusum, confundere (3) = συγχέω.


gregem: αιτιατική ενικ. του ουσ. grex, gregis (αρσ. γ΄ κλ.) = το κοπάδι.


ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.


loco: αφαιρετική ενικ. του ουσ. locus, loci (αρσ. β΄ κλ.) = ο τόπος, το μέρος. [Βλ. παραπάνω.]


infesto: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. infestus, –a, –um = εχθρικός.


amovere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. amoveo, amovi, amotum, amovere (2) = απομακρύνω.


coepit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ελλειπτικού ρήμ. coepi,


coepisse (3) = άρχισα.


sed: αντιθετικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = αλλά.


bovum: γενική πληθ. του (ανώμ.) ουσ. bos, bovis (αρσ. γ΄ κλ.) = το βόδι. [Βλ. παραπάνω.]


mugitus: ονομαστική ενικ. του ουσ. mugitus, mugitus (αρσ. δ΄ κλ.) = το μουγκρητό.


ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.


spelunca: αφαιρετική ενικ. του ουσ. spelunca, speluncae (θηλ. α΄ κλ.) = η σπηλιά.


auditus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. audio, audi(v)i, auditum, audire (4) = ακούω.


Herculem: αιτιατική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Hercules, Herculis / Herculi (αρσ. γ΄ κλ.) = ο Ηρακλής. [Βλ. παραπάνω.]


convertit: γ΄ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. converto, converti, conversum, convertere (3) = γυρίζω, στρέφω κάποιον προς τα πίσω.


tum: χρονικό επίρρ. = τότε.


Cacus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Cacus, Caci (αρσ. β΄ κλ.) = ο Κάκος. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]


vi: αφαιρετική ενικ. του ουσ. vis (θηλ. γ΄ κλ.) = η δύναμη· εδώ: η βία. [Βλ. παραπάνω.]


prohibere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. prohibeo, prohibui, prohibitum, prohibere (2) = εμποδίζω.


eum: αιτιατική ενικ., του αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.


conatus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. conor, conatus sum, conari (1, αποθ.) = προσπαθώ.


Herculis: γενική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Hercules, Herculis / Herculi (αρσ. γ΄ κλ.) = ο Ηρακλής. [Βλ. παραπάνω.]


clava: αφαιρετική ενικ. του ουσ. clava, clavae (θηλ. α΄ κλ.) = το ρόπαλο.


interficitur: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. interficio, interfeci, interfectum, interficere (3, 15 σε -io) = σκοτώνω.


Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων

Ουσιαστικά 

A΄ κλίση


Θηλυκά


clava, -ae


cauda, -ae


Hispania, -ae (δεν έχει πληθυντικό)


Roma, -ae (δεν έχει πληθυντικό)


spelunca, -ae


via, -ae


Β΄ κλίση


Αρσενικά


Cacus, -i (δεν έχει πληθυντικό)


fluvius, -ii


locus, -i (ετερογενές)


Romulus, -i (δεν έχει πληθυντικό)


somnus, -i


Ουδέτερο


vestigium, -ii, (-i)


Γ΄κλίση


Αρσενικά


bos, bovis


Geryon, Geryonis /(Geryones, ae) (δεν έχει πληθυντικό)


grex, gregis


Hercules, -is (-i) (δεν έχει πληθυντικό)


pastor, -is


Tiberis, -is (δεν έχει πληθυντικό)


Θηλυκά


pars, partis


urbs, urbis


vis, –


Ουδέτερο


corpus, corporis


Δ΄κλίση


Αρσενικό


mugitus, -us


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΕΚΘΕΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΡΙΤΗΡΙΟ 2