Κλασικό(ς) , όπως το χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ομιλία, σημαίνει τυπικό(ς), παραδειγματικό(ς) (μια κλασική περίπτωση), κάτι ή κάποιος που είναι στην υψηλότερη βαθμίδα του είδους του, και γι’ αυτό αξίζει μελέτη και μίμηση, στο σχολείο και αλλού· το κλασικό(ς) χρησιμοποιείται κυρίως για τους καλύτερους συγγραφείς της αρχαιότητας (όπως στην κλασική φιλολογία)· κλασικισμός : τρόπος γραφής ή ζωγραφίσματος που τον διακρίνουν ήρεμη ομορφιά, γούστο, συγκράτηση, τάξη και σαφήνεια. Κάποτε, ο όρος νεοκλασικισμός χρησιμοποιείται για να διακριθεί ο νεότερος από τον αρχαίο ελληνικό και λατινικό κλασικισμό. Θα ήταν προτιμότερο […] να κρατήσουμε τον όρο νεοκλασικισμός για την αναβίωση (ή επιβίωση!) του κλασικισμού στον δέκατο όγδοο αιώνα. […] Dominique Secretan, Κλασικισμός , μτφ. Αριστέα Παρίση, Ερμής, Αθήνα 1983, 13 (Η γλώσσα της Κριτικής, 26). Και τα δύο κινήματα που εξετάζουμε [ρομαντισμός, κλασικισμός] έχουν παρελθόν. Ο μελετητής του...