ΑΡΧΑΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΝΩΣΤΟ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1Η
ΓΙΑΤΙ ΦΙΛΟΣΟΦΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
.
Ας εμβαθύνουμε στο νόημα του κειμένου
1.
Ο
Αριστοτέλης θεωρεί τη φιλοσοφία ὡς μόνην οὖσαν ἐλευθέραν τῶν ἐπιστημῶν. Ποια έννοια δίνει στο επίθετο ἐλευθέρα; Με ποια αναλογία υποστηρίζει την άποψή
του;
ἐλευθέρα σημαίνει ότι οι άνθρωποι που φιλοσοφούν
επιδιώκουν τη γνώση για τη γνώση και όχι για το όφελος που αυτή φέρνει. Στο
ίδιο έργο 981b15 διαβάζουμε ότι ο πρώτος που έστρεψε τη σκέψη του σε κάτι που
ξεπερνούσε το αποκλειστικά ωφέλιμο κίνησε τον θαυμασμό των ανθρώπων, επειδή
είναι σοφός και ξεχωρίζει από τους άλλους (τὸ μὲν οὖν πρῶτον εἰκὸς τὸν ὁποιανοῦν εὑρόντα
τέχνην παρὰ τὰς κοινὰς αἰσθήσεις θαυμάζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων μὴ μόνον διὰ τὸ χρήσιμον εἶναί τι τῶν εὑρεθέντων ἀλλ’ ὡς σοφὸν καὶ διαφέροντα τῶν ἄλλων·) Ο θαυμασμός και η περιέργεια είναι η
ηδονή που προκαλεί το να μαθαίνει κανείς πώς είναι τα πράγματα, η δομή και τα
αίτια και οι αρχές της πραγματικότητας και των φαινομένων. Ελεύθερος λοιπόν
είναι αυτός που υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για κάποιον άλλον. Έτσι η
φιλοσοφία συνδέεται με τον ελεύθερο άνθρωπο (αναλογία), ο οποίος είναι
ελεύθερος, όταν η ύπαρξή του και η βούληση του και η δράση του δεν ελέγχεται
ούτε καθοδηγείται από κάποιον άλλον αλλά μόνον από τον ίδιον.
2.
Γιατί
ο φιλόμυθος είναι και κατά κάποιο τρόπο και φιλόσοφος για
τον Αριστοτέλη; Διερευνήστε τη σχέση μύθου και φιλοσοφικού στοχασμού στην
αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Το κοινό σημείο του φιλόμυθου και του
φιλόσοφου είναι ο θαυμασμός, η απορία και η αμηχανία που αισθάνονται μπροστά
στα διάφορα φαινόμενα. Γι’ αυτό και ο μύθος αποτελείται από παράδοξα και
θαυμαστά πράγματα. «’Ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο άγνωστο, στο ακατάβλητο,
στο αναπότρεπτο και αισθάνεται δέος. Επομένως ο μύθος έχει ως πρώτη πηγή τις
αναγκαίες αντιδράσεις της συνείδησης μπροστά στο άγνωστο, το οποίο θέλει να
κατανοήσει και μέσα στο οποίο θέλει να ενεργήσει, αφού αλλιώς δεν μπορεί να
ολοκληρωθεί η ύπαρξη του. Έτσι κατασκευάζει ένα κόσμο δικό της συνδέοντας άλογα
και έλλογα στοιχεία κατά παρέκκλιση των φυσικών νόμων που ήταν άγνωστοι πριν
γεννηθεί η γνώση με βάση τη λογική.» (Μυθολογία τ. 1 σελ. 15 Εκδοτική Αθηνών).
Άρα μυθολογία και φιλοσοφία έχουν την ίδια αφετηρία.
Η
σχέση μύθου και φιλοσοφικού στοχασμού στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Κάθε λαός δημιουργεί με τη φαντασία του
μύθους ανάλογα με τον χώρο που ζεί και το πνευματικό του υπόβαθρο. Οι
Έλληνες ως μέλος της μεγάλης ομοεθνίας των ινδοευρωπαϊκών λαών έφεραν μαζί τους
τον πυρήνα των ινδοευρωπαϊκών μύθων. Αυτός εμπλουτίστηκε με τους μύθους που
παρέλαβαν από τους παλιούς κατοίκους της περιοχής «τους Προέλληνες» και με
αυτούς που γνώρισαν κατά τα πυκνά ταξίδια τους στις χώρες της Ανατολικής
Μεσογείου.
Όλος αυτός ο μυθολογικός πλούτος μέσα
από την προφορική παράδοση έφθασε στον Όμηρο και τον Ησίοδο, οι οποίοι
δημιούργησαν τη γενεαλογία των θεών και τους έδωσαν τα ονόματα και τις
ιδιότητες τους. Έτσι οι μύθοι εξασφάλισαν μεγάλη διάδοση και κύρος, αφού αυτοί
οι ποιητές γνώρισαν μεγάλη δημοφιλία και επιβλήθηκαν ως οι κατεξοχήν ποιητές σε
όλη την αρχαία εποχή.
Δύο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην
ελληνική μυθολογία και τις μυθολογίες άλλων λαών.
α) η ελληνική μυθολογία, καθώς έγινε
ποίηση από τους μεγάλους ποιητές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πήρε τη μορφή
γραπτού κειμένου, με αποτέλεσμα να διαδοθούν σε όλο τον ελληνικό κόσμο και να
επηρεάσουν δραστικά την ελληνική τέχνη και πολιτισμό. Αργότερα πέρασαν στους
Ρωμαίους, οι οποίοι τη μετέδωσαν σε όλον τον Δυτικό κόσμο.
β) η μυθολογία στον ελληνικό κόσμο δεν
στάθηκε εμπόδιο στην εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης. Αντίθετα η κοπιαστική
πορεία από τον μύθο στον λόγο (λογική σκέψη) συντελέστηκε στην Ελλάδα σε πολύ
συντομότερο χρόνο από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο λαό, αφού ήδη τον 5ο αι. π.Χ. η
πορεία αυτή πλησιάζει στην ολοκλήρωση της. Η επικράτηση του λόγου δεν σημαίνει
την εξαφάνιση του μύθου, αλλά μύθος και λόγος ακολουθούν παράλληλη πορεία.
Οι ελληνικοί μύθοι αναφέρονται:
·
Στους θεούς και τον κόσμο τους
·
Σε ήρωες – ημίθεους
·
Σε περιπέτειες διαφόρων θνητών (π.χ.
Οιδίποδας)
·
Σε επικούς κύκλους (Θηβαϊκός –
Αργοναυτικός – Τρωικός)
·
Σε φανταστικές διηγήσεις (π.χ. μύθοι του
Αισώπου)
Κατά τον 6ο αι. έγινε προσπάθεια να
δημιουργηθεί κοινά αποδεκτή παράδοση αλλά κυρίως να καθαρθούν οι μύθοι
ιδιαίτερα για τους θεούς, να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του αρκετά
εξελιγμένου ηθικού κριτηρίου του ελληνικού κόσμου και να απαλλαγούν από
απάνθρωπες αγριότητες και απαράδεκτες συμπεριφορές που θα έπλητταν το κύρος των
θεών. Η κάθαρση αυτή ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις πνευματικών ανθρώπων που η
θεολογική τους σκέψη απαιτούσε την εξύψωση του θεού και την απομάκρυνση τους
από ανθρωπομορφικές συμπεριφορές κατακριτέες ακόμη και από τον κοινό ανθρώπινο
αξιακό κώδικα, όπως ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, οι ποιητές Αισχύλος και Πίνδαρος.
Αυτή η πλουσιότατη μυθική παράδοση έγινε
η διδακτέα ύλη της βασικής εκπαίδευσης των Ελλήνων και απετέλεσε την πρώτη ύλη
όχι μόνο για την ποίηση των επόμενων περιόδων (ηρωικό έπος, λυρική ποίηση,
αττικό δράμα), αλλά και για τα τρία κυριότερα είδη του πεζού λόγου:
α) την ιστοριογραφία (η οποία
προοδευτικά προσπάθησε να ξεφύγει από τις μυθικές διηγήσεις και να διακρίνει το
μυθικό από το ιστορικό στοιχείο του παρελθόντος.),
β) την ρητορική και
γ) την φιλοσοφία κυρίως με τη
διαφοροποίηση ανάμεσα στους σοφιστές και τον Πλάτωνα σχετικά με τη χρήση των
μύθων και τον ρόλο τους στην φιλοσοφική αναζήτηση. Τέλος ο Σωκράτης γνώριζε
καλά τους μύθους, αλλά δεν ασχολήθηκε με αυτούς, αφού αφιέρωσε τον χρόνο του σε
ουσιαστικότερα ζητήματα. Δήλωνε πάντως τον σεβασμό του στη μυθολογική παράδοση
και έβρισκε σοφιστική την εκλογίκευση των μύθων. (πηγή «Πλάτων μύθοι» Ηλ.
Σπυρόπουλος)
Παράλληλα
κείμενα
1.
ΠΛΑΤΩΝ
Συμπόσιον 203e-204b
Εισαγωγικά:
Κατά τη διάρκεια του συμποσίου και μετά
τον μονόλογο του Αγάθωνα παίρνει τον λόγο ο Σωκράτης. Αλλά αντί να μιλήσει ο
ίδιος για τον Έρωτα αφηγείται τον διάλογο που είχε, όταν ήταν 30 χρονών,
με την Διοτίμα, την μάντισσα από την Μαντίνεια. Το κύρος της γυναίκας αυτής
ενισχύεται με την πληροφορία ότι με τις θυσίες που έκανε στους Θεούς το 440π.Χ.
κατάφερε να αναβάλει για 10 χρόνια τον φοβερό λοιμό που έπληξε τελικά την Αθήνα
το 330π.Χ. Η αναφορά αυτή στόχο έχει να δείξει ότι κατείχε τις υπερφυσικές
δυνάμεις που πίστευαν ότι έχουν οι μάντεις και έτσι να προσδώσει αξιοπιστία σε
όσα θα αποκαλύψει.
Επιπλέον ενώ αρχικά ο Σωκράτης
διαλέγεται με τη Διοτίμα, αργότερα αυτή αφήνεται να μιλάει μόνη της. Στην
έρευνα υψηλότερων ζητημάτων το αυστηρά επιστημονικό έδαφος εγκαταλείπεται,
καθώς εισερχόμαστε στην περιοχή του απολύτου, του υπεραισθητού. Ο Πλάτων δεν
ακολουθεί την αυταπάτη των ορθολογιστών, ότι τα όρια του αληθινού συμπίπτουν με
τα όρια της λογικής απόδειξης. Γνωρίζει ότι οι μεγάλες αλήθειες αποκαλύπτονται
αλλά δεν αποδεικνύονται, καθώς επιβάλλονται με την εσωτερική τους αναγκαιότητα
και το ηθικό τους περιεχόμενο. Στην περίσταση αυτή άλλη γλώσσα δεν είναι
κατάλληλη παρά η ιερατική και η χρησμολογική που χρησιμοποιείται για την
αποκάλυψη ὐψιστων μυστηρίων, όπως οι αρχέγονες
δυνάμεις της ψυχής. Ο λόγος της Διοτίμας είναι δογματικός και ενθουσιαστικός
και απευθύνεται στη φαντασία, στην πίστη και στη
ηθική συγκίνηση και όχι στον εγκέφαλο.
Το περιεχόμενο των λόγων της Διοτίμας
βέβαια απηχεί τις απόψεις του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Γιατί τότε δεν μιλάει ο
ίδιος ο Σωκράτης; Επειδή ένας τέτοιος λόγος θα αντίβαινε στην άγνοια στην
οποία προσποιείται ότι βρίσκεται γενικά ο Σωκράτης και στον τρόπο με τον
οποίο ο ίδιος αναζητεί την αλήθεια και αντιμετωπίζει τους μύθους. (πηγή:
Συκουτρής σελ. 152* – 159*)
Ενδεικτικές
Δραστηριότητες
1.
Το
απόσπασμα είναι τυπικό για δύο γνωστά χαρακτηριστικά της πλατωνικής φιλοσοφικής
γραφής: τον διάλογο και τις μυθολογικές αναφορές. Θεωρείτε ότι αυτά τα δύο
χαρακτηριστικά προάγουν για έναν φιλόσοφο την αναζήτηση της αλήθειας, όπως την
εννοεί ο Αριστοτέλης στο Κείμενο Αναφοράς;
Α) για τον διάλογο: σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η φιλοσοφία ανάγεται στην
απορία και επομένως στην προσπάθεια υπέρβασης της. Ο διάλογος μεταξύ δύο
«φιλοσόφων», ανθρώπων δηλαδή που αγαπούν τη σοφία και επιθυμούν να ξεφύγουν από
την κατάσταση της αμάθειας είναι το μέσον (το καταλληλότερο για τον Σωκράτη),
ώστε ο ένας συζητητής να βοηθά τον άλλον στην σταδιακή προσέγγιση της γνώσης
και της σοφίας. Οι απορίες του ενός προκαλούν πνευματική διέγερση του άλλου και
γονιμότερη σύνθεση. (ἕτερος ἐξ ἐτἐρου σοφός).
Β) για τις μυθολογικές αναφορές: ο μύθος, η μυθική δηλαδή εξήγηση των φαινομένων ή της
αρχής της ύπαρξης των όντων ικανοποιεί τη φαντασία και πολλές φορές παραμυθεί
(=παρηγορεί, ανακουφίζει) τις εσωτερικές αναζητήσεις και υπαρξιακές αγωνίες του
ανθρώπου. Δεν οδηγεί όμως στην αλήθεια αλλά αποκοιμίζει τον άνθρωπο. Ο μύθος
μπορεί μόνο ως συμβολική και αλληγορική διήγηση να συντελέσει στην κατανόηση
του κόσμου, αφού καθιστά αφηρημένες έννοιες και περίπλοκες συλλογιστικές
διεργασίες πιο κατανοητές και αντιληπτές από τον απλό άνθρωπο. Εδώ μπορούμε να
θυμηθούμε τις διαφορές χρήσης του μύθου από τους σοφιστές και τον Σωκράτη.
2.
Ποιο
είναι, σύμφωνα με το κείμενο, το βασικό χαρακτηριστικό όσων φιλοσοφούν;
Φιλοσοφεί όποιος έχει συνείδηση της
άγνοιας του, όποιος δηλαδή ποθεί τη γνώση και τη σοφία και επιδιώκει να
υπερπηδήσει την κατάσταση της αμάθειας. Αυτό το κάνει για δύο λόγους:
α) διότι η τάση προς την σοφία είναι
προσπάθεια για προσέγγιση του θεού, που είναι ο κατεξοχήν σοφός, και β) διότι
σημαίνει απαλλαγή από το μεγαλύτερο κακό της ψυχής, την πνευματική αυτάρκεια.
(Συκουτρής σελ. 145)
Αυτό
που θέλει να τονίσει ο Πλάτων είναι πως ο φιλόσοφος (όπως ακριβώς και ο
Σωκράτης) δεν είναι ένας άνθρωπος με απόλυτη γνώση· είναι μη-σοφός. Όμως δεν
είναι και μωρός, διότι έχει συνείδηση της άγνοιάς του, και ποθεί να ξεφύγει από
αυτήν· ενώ μωροί είναι όσοι δεν νιώθουν και δεν επιδιώκουν κάτι τέτοιο. Η
φιλοσοφία, έτσι, περιγράφεται ως μια διαρκώς ατέλεστη ροπή προς τη γνώση, στην
πιο ολοκληρωμένη όμως και απόλυτη μορφή της. Τελικά, η ίδια «η ετυμολογία της λέξης
φιλοσοφία, “ο έρωτας, η επιθυμία για τη σοφία”, γίνεται το ίδιο το
πρόγραμμα της φιλοσοφίας» (Βασίλειος Μπετσάκος Επιμορφωτικό Υλικό
για τα Αρχαία Ελληνικά Γ’ Λυκείου)
3.
Ποιοι,
κατά τα λόγια της Διοτίμας, δεν φιλοσοφούν και για ποιον λόγο;
Από τη μια οι θεοί έχουν την πλήρη
σοφία γι’ αυτό και δεν έχουν καμία τάση προς τη φιλοσοφία, αφού τους
είναι άχρηστη. Από την άλλη οι μωροί δεν αισθάνονται την ανάγκη της σοφίας,
αφού είτε πιστεύουν ότι την κατέχουν (είναι δοκησίσοφοι) είτε δεν έχουν ανώτερες,
πνευματικές αναζητήσεις, αλλά μόνη τους φροντίδα είναι η ικανοποίηση των υλικών
αναγκών.
2.
ΡΕΝΕ
ΝΤΕΚΑΡΤ
Αρχές
Φιλοσοφίας
Σε
ποια σημεία συμφωνεί ο Ντεκάρτ με τον Αριστοτέλη (Κείμενο Αναφοράς) σχετικά με
το περιεχόμενο του όρου «φιλοσοφία» και τους λόγους για τους οποίους ο άνθρωπος
φιλοσοφεί;
Για τον Καρτέσιο η σοφία
αναφέρεται και σε πρακτικά ζητήματα αλλά και σε όλα τα θέματα (ηθικά,
υπαρξιακά, ψυχικά) που αφορούν την ανθρώπινη ζωή. Ο Αριστοτέλης
αναφέρει ότι αντικείμενο της φιλοσοφίας αρχικά ήταν ζητήματα της καθημερινής
ζωής, αργότερα όμως ασχολήθηκε με διάφορα φυσικά φαινόμενα αλλά και υπαρξιακά
προβλήματα. Η φιλοσοφία λοιπόν ασχολείται με την ολότητα του ανθρώπου.
Ο
Descartes (Ντεκάρτ, Καρτέσιος) ήταν πρώτα απ’ όλα μαθηματικός-φυσικός, και μετά
φιλόσοφος με την απόχρωση που δίνουμε σήμερα στη λέξη. Δεν είναι, λοιπόν,
τυχαίο ότι θέλει να θεμελιώσει τη φιλοσοφία πάνω σε κάποιες αρχές, και να
λειτουργήσει αυτή αιτιολογικά. Επίσης, δίνει έμφαση όχι τόσο στη ηθική-πρακτική
διάσταση της ανθρώπινης σοφίας, αλλά στο φυσιογνωστικό της περιεχόμενο. Αυτό,
οπωσδήποτε, τον φέρνει κοντά στη σκέψη του Αριστοτέλη, με την έντονη
επιστημονική στόχευση· ο Σταγειρίτης πραγματεύτηκε ακόμη και τα θέματα ηθικής
και πολιτικής, της περὶ τὰ ἀνθρώπεια φιλοσοφίας, καταρχάς στην προοπτική μιας βαθιάς κατανόησης, και μόνο σε
δεύτερο επίπεδο, στην προοπτική μιας δεοντολογίας. Τελικά, η φιλοσοφία που
οραματίζεται ο Descartes είναι πρώτα απ’ όλα επιστήμη, στέρεη γνώση. (Βασίλειος
Μπετσάκος Επιμορφωτικό Υλικό για τα Αρχαία Ελληνικά Γ’ Λυκείου)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου