Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

 

Η ΦΟΝΙΣΣΑ

 

https://www.slideshare.net/ginazaza/ss-54054478

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα» (πρόσθετες ερωτήσεις)

 

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη Φραγκογιαννού;

 

Οι δύσκολες προσωπικές εμπειρίες της Φραγκογιαννούς, που έχει περάσει τη ζωή της να υπηρετεί τους άλλους, η αίσθηση ότι οι δικοί της την αδίκησαν δίνοντάς της μιαν ασήμαντη προίκα, η φτώχεια και η μίζερη διαβίωσή της, το γεγονός ότι ακόμη και τώρα που έχει φτάσει στα εξήντα της χρόνια συνεχίζει να υπηρετεί την οικογένειά της, έχουν συμβάλλει αρνητικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. 

Έτσι, η φόνισσα παρουσιάζεται ως μια γυναίκα εξαιρετικά σκληρή, χωρίς ευαισθησίες και συναισθηματισμούς. Διακατέχεται από έντονο μισογυνισμό, καθώς σε όλα τα θηλυκά παιδιά βλέπει τη δική της επίπονη πορεία. Για τη Φραγκογιαννού δεν υπάρχει τίποτε το θετικό στη ζωή μιας γυναίκας, γι' αυτό και θεωρεί προτιμότερο να μη γεννιούνται καν κορίτσια. Εδώ γίνεται βέβαια σαφές πως η Φραγκογιαννού προβάλλει στα μικρά κορίτσια την απόλυτα αρνητική εικόνα που έχει η ίδια για τον εαυτό της. Η έντονη, αλλά ανομολόγητη επιθυμία της να μην είχε γεννηθεί η ίδια, αντικατοπτρίζεται στον τρόπο με τον οποίο βλέπει τα θηλυκά παιδιά. Γι' αυτό άλλωστε όταν εκφράζεται θετικά για τα αρσενικά παιδιά, εκφράζει έμμεσα τη σκέψη πως η ζωή της θα ήταν σαφώς καλύτερη αν δεν ήταν γυναίκα. 

Η φόνισσα είναι επιπλέον κυνική καθώς, χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη της τα συναισθήματα των γονιών θεωρεί πως ο θάνατος των κοριτσιών θα αποτελέσει γι' αυτούς μια μεγάλη ανακούφιση.

Πίσω βέβαια από τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της φόνισσας κρύβεται ένας άνθρωπος εξαιρετικά πληγωμένος, που πέρασε μια ζωή γεμάτη βάσανα και πίκρες. Στοιχείο που δεν την αθωώνει βέβαια αλλά μας βοηθά να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία που έχουν τα βιώματα και οι εμπειρίες του ανθρώπου στην τελική διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

 

Τι παρατηρείτε σχετικά με τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη στο κείμενο «Η Φόνισσα» και τι προσδίδουν στο κείμενο οι γλωσσικές του επιλογές;

 

Στους διαλόγους χρησιμοποιεί την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς.

Στην αφήγηση χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με πρόσμειξη όμως στοιχείων της δημοτικής.

Στις περιγραφές χρησιμοποιεί μια προσεγμένη και αμιγή καθαρεύουσα. 
Με τη χρησιμοποίηση της δημοτικής και των τοπικών ιδιωματισμών ο συγγραφέας μας δημιουργεί την αίσθηση ότι ακούμε πράγματι τα λόγια των απλών ανθρώπων του νησιού. Θα ήταν παράδοξο άλλωστε να χρησιμοποιούν οι ήρωες της ιστορίας την καθαρεύουσα στη μεταξύ τους επικοινωνία, αφενός γιατί δεν έχουν την αντίστοιχη μόρφωση κι αφετέρου γιατί η καθαρεύουσα δεν είχε περάσει ποτέ στην καθημερινή επικοινωνία του λαού. 

Με την εναλλαγή καθαρεύουσας δημοτικής επιτυγχάνεται συνάμα η ανάδειξη του πλούτου της ελληνικής γλώσσας και ως ένα βαθμό πιστοποιείται η στενή σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς γλωσσικούς τύπους. 

Θα πρέπει πάντως να έχουμε υπόψη μας πως ο Παπαδιαμάντης ακολουθεί την πεζογραφική παράδοση των ιστορικών μυθιστορημάτων όπου η εναλλαγή ανάμεσα στους γλωσσικούς τύπους σηματοδοτούσε την εναλλαγή ανάμεσα στη φωνή του αφηγητή και στο λόγο των προσώπων. Με την καθαρεύουσα εκφερόταν ο αφηγηματικός λόγος και με τη δημοτική τα λόγια των ηρώων.

Πώς σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες των ανδρών μέσα από τα αποσπάσματα της Φόνισσας;


Στα αποσπάσματα του κειμένου παρουσιάζεται ο Νταντής, ο σύζυγος δηλαδή της Δελχαρώς και πατέρας της εγγονής της Φραγκογιαννούς, και οι δύο χωροφύλακες που καταδιώκουν τη φόνισσα. 

Ο Νταντής (Κωνσταντής) εμφανίζεται να κοιμάται έχοντας πιει κάτι παραπάνω μιας και είναι σαββατόβραδο, για να ξεκουραστεί από τα μεροκάματα της εβδομάδας. Παρά το γεγονός ότι το παιδί του είναι βαριά άρρωστο ο Νταντής συνεχίζει κανονικά την εβδομαδιαία ρουτίνα του, θεωρώντας προφανώς δεδομένη την υποχρέωση των γυναικών να νοιαστούν για την υγεία και τη φροντίδα του παιδιού. Ενώ θα μπορούσε να ξαγρυπνήσει κι εκείνος πλάι στο παιδί του, προτιμά να πιει και να πέσει για ύπνο, πιστοποιώντας έτσι την πεποίθηση εκείνης της εποχής πως τα παιδιά αποτελούν αποκλειστική ενασχόληση των γυναικών. 

Από την άλλη οι δύο άντρες που καταδιώκουν τη Φραγκογιαννού εμφανίζονται να δειλιάζουν μπροστά στο επικίνδυνο Μονοπάτι στο Κλήμα. Σε αντίθεση με τη φόνισσα που χωρίς δεύτερη σκέψη, κρατά το καλάθι με τα δόντια της και περνά με αποφασιστικότητα εκείνο το πέρασμα, οι δύο άντρες διστάζουν αρχικά και όταν ο ένας επιχειρεί να το περάσει οπισθοδρομεί αμέσως νιώθοντας ζαλάδα από το φόβο του. Η αδυναμία βέβαια των ανδρών και το εξαιρετικό θάρρος της φόνισσας, οφείλονται στη διαφορετική κατάσταση των προσώπων. Η Φραγκογιαννού είναι απελπισμένη και γνωρίζει πως δεν έχει καμία άλλη επιλογή, αν θέλει να σωθεί, ενώ οι διώκτες της δεν έχουν στην πραγματικότητα κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τη συλλάβουν (ούτως ή άλλως πρόκειται για ενέδρα, εφόσον από την άλλη πλευρά του νησιού υπάρχουν κι άλλοι που καταδιώκουν την ύποπτη), γι’ αυτό και διστάζουν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους.

 

Στον παρακάτω σύνδεσμο, φύλλα εργασίας για τη φόνισσα!


 https://www.slideshare.net/ginazaza/ss-54054478

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023



Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ:

ΔΕΙΤΕ ΣΤΟ ΛΙΝΚ ΜΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ

https://www.slideshare.net/epimorfomenipap/ss-240374646









Τα φύλα στη λογοτεχνία Φόνισσα

 

Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη

Νατουραλισμός – ρεαλισμός - ηθογραφία

Τα στοιχεία νατουραλισμού που εντοπίζουμε στο διήγημα είναι τα εξής:

α) Ο συγγραφέας καθώς παρουσιάζει την ηθική συμπεριφορά της ηρωίδας του καθιστά σαφές ότι όλα όσα κάνει είναι αποτέλεσμα αρχικά εξωτερικών δυνάμεων, όπως της κοινωνικής καταπίεσης που υφίσταται λόγω του φύλου της, της οικογένειάς της, των ανθρώπων που την περιέβαλλαν – μέχρι και ο σύζυγος ο άβουλος στον οποίο πρέπει να φέρεται και ως μητέρα και από τον οποίο δεν έχει στήριξη, αλλά και ο χαρακτήρας και η τύχη των παιδιών της – και  της κοινωνίας μέσα στην οποία διαβιοί, αλλά παράλληλα και της οικονομικής ανέχειας, αφού οι ίδιοι της οι γονείς την ξεχώρισαν από τα άλλα τους τα παιδιά και δεν της έδωσαν την προίκα που της αναλογούσε, με αποτέλεσμα να κάνουν τη ζωή της δύσκολη από τα νιάτα της ως τα γεράματά της) που περιορίζουν την ελευθερία της και επηρεάζουν καταλυτικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της. Είναι όμως και αποτέλεσμα εσωτερικών παρορμήσεων (σκληρότητας, μοχθηρότητας, μίσους για το γυναικείο φύλο και τους ρόλους με τους οποίους το επιφορτίζει η συγκεκριμένη κοινωνία, ψυχική κούραση που με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται) που της αφαιρούν την λογική και την ηθική της και την οδηγούν στην ακραία συμπεριφορά της, η οποία σαφώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί μόνο από τις εξωτερικές συνθήκες, αφού πολλές γυναίκες της εποχής έζησαν σε παρόμοιες συνθήκες αλλά δεν έφτασαν βέβαια στη διάπραξη κατά συρροή δολοφονιών.

β) Το θέμα του διηγήματος που είναι ιδιαίτερα προκλητικό, ιδιαίτερα για τα δεδομένα της εποχής του Παπαδιαμάντη,  καθώς μια γυναίκα που  εμφανίζεται ως κατά συρροή δολοφόνος μικρών κοριτσιών, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της της εγγονής αποτελεί ένα ολότελα ξεχωριστό  και πρωτότυπο θέμα για τη νεοελληνική λογοτεχνία.

γ) Η παρουσίαση από τον αφηγητή με λεπτομέρειες των εγκλημάτων της φόνισσας, καθώς και η αναλυτική αποτύπωση των συνθηκών που την οδήγησαν στις αποτρόπαιες πράξεις της.  Η πιο άσχημη πλευρά της ζωής αποτυπώνεται λοιπόν με την περιγραφή των φόνων, αλλά και με τις κοινωνικές αδικίες που υπέστη σε όλη της τη ζωή.

δ) Η ηρωίδα του διηγήματος είναι καταπιεσμένη από μια κοινωνία που αναγνωρίζει στις γυναίκες μια πολύ υποβαθμισμένη θέση, και η οποία, κρινόμενη από τις πράξεις της, μοιάζει ψυχικά ασθενής.  Παρουσιάζεται όμως ως θύμα αυτής της κοινωνίας αλλά και της οικογένειάς της (γονέων και παιδιών και εγγονιών). Δεν παρουσιάζεται όμως αθώα, αφού τα θύματά της τα δολοφονεί με μεθοδικότητα και μετά από σκέψη. Μια σκέψη όμως διαταραγμένη, αφού είναι σαφές ότι ο νους της είναι θολωμένος.

ε) Ο αφηγητής παρουσιάζει τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα γυμνή, χωρίς καμία προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών της, χωρίς πρόσθετα σχόλια ή συναισθηματισμούς.

Τα στοιχεία ρεαλισμού που βρίσκουμε στη Φόνισσα είναι:

α) η προσπάθεια του συγγραφέα να αποτυπώσει με αληθοφανή τρόπο τα γεγονότα που έχει επιλέξει, καθιστώντας την ιστορία του όσο το δυνατό πιο πιστευτή,

β) η καταγραφή των γεγονότων χωρίς τη δική του συναισθηματική εμπλοκή. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη δράση της Φόνισσας χωρίς να κρίνει ή να επικρίνει τις πράξεις. Μας παρουσιάζει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, με αντικειμενικότητα, επιτρέποντας στα ίδια τα γεγονότα να επηρεάσουν τον αναγνώστη και να του δημιουργήσουν εντυπώσεις,

γ) στο κείμενο διαπιστώνουμε την κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα χρόνια του,

δ) η ηρωίδα της ιστορίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό τύπο της εποχής της, υπό την έννοια πως είναι μια γυναίκα βασανισμένη που έχει περάσει όλη της τη ζωή στη φτώχεια και έχει διαμορφωθεί ουσιαστικά μέσα στα πλαίσια της τότε κοινωνίας. 

Τα ηθογραφικά στοιχεία σχετίζονται με την καταγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Οι γυναίκες που ονομάζονται με βάση το όνομα του άντρα τους (αποκαλούν τη Χαδούλα, Φραγκογιαννού, γιατί τον άντρα της τον λένε Γιάννη Φράγκο), οι γυναίκες είναι υπεύθυνες για τη φροντίδα της οικογένειάς τους και λαμβάνουν προίκα όταν παντρεύονται. Τα σπίτια έχουν τζάκι για θέρμανση και για φωτισμό χρησιμοποιούν τα λυχνάρια. Οι άνθρωποι πιστεύουν στη μαγεία και στις κατάρες, είναι δεισιδαίμονες και βασίζονται στα βοτάνια για τη θεραπεία των ασθενειών, αλλά και για να ελέγξουν το φύλο του παιδιού (παλικαροβότανο) ή να αποτρέψουν τη γέννηση άλλων παιδιών (στερφοβότανο). Η συνήθεια των ανδρών να πίνουν περισσότερο στο τέλος της εβδομάδας, για να ξεκουραστούν από τα μεροκάματα της εβδομάδας. Γενικότερα κάθε πληροφορία που μας παρέχει ο συγγραφέας για τον τρόπο ζωής, τα έθιμα και τις αντιλήψεις της εποχής, αποτελούν τα ηθογραφικά στοιχεία του κειμένου.

Ένα ακόμη στοιχείο ηθογραφικό όμως είναι και το γεγονός ότι οι ήρωες είναι απλοί, λαϊκοί άνθρωποι της υπαίθρου, εδώ της νησιωτικής υπαίθρου. Τα βιώματά τους είναι βιώματα καθημερινά και κοινά. Εξάλλου οι ήρωες του Παπαδιαμάντη πάντα είναι άνθρωποι της εποχής του.

Αναδρομές και άλλες τεχνικές στο παπαδιαμαντικό έργο

Η αφήγηση αρχίζει in media res για να κερδίσει ο αφηγητής το ενδιαφέρον. Δεν μας αφηγείται την ιστορία από την αρχή, αλλά αλλάζει τη σειρά. Ξεκινά από «το μέσο της υπόθεσης» κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη και στη συνέχεια βάζει την ηρωίδα του μέσα από τις αναμνήσεις της να παρουσιάσει τα όσα προηγήθηκαν για να καταστούν σαφείς οι λόγοι που την οδήγησαν στο «ψήλωμα του νου».

Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. 'Οταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της — και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της. (1η αναδρομή – απώτερο παρελθόν. Φωτίζει πλευρές της ιστορίας που διαφορετικά θα έμεναν αθέατες, λειτουργεί ως επιβράδυνση, μας δίνει πληροφορίες για τη δύσκολη ζωή της Φραγκογιαννούς κάνοντας εύκολο για μας να καταλάβουμε τους λόγους που παρανοεί. Ακόμη ως στοιχείο νατουραλισμού μας καθιστά σαφές ότι δεν ευθύνεται αυτή για το «ψήλωμα του νου της» αφού τη ζωή που κάνει δεν την επέλεξε, αλλά της την επέβαλαν οι δικοί της, από γονείς ως εγγόνια)

Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθεί να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλυτερεύη ολίγον, την πρώτην βραδιάν, και ο βήχας εκόπασεν επ' ολίγον. Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις τους οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη* διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θεέ μου, γιατί να έλθη στον κόσμον κι αυτό;» (αναδρομική αφήγηση – πρόσφατο παρελθόν: ζωντανό το ενδιαφέρον, φως σε αθέατες πλευρές της ιστορίας, οι λόγοι για τους οποίους η Χαδούλα θα οδηγηθεί στην πρώτη δολοφονία, αυτή του ίδιου της του εγγονιού)

Όλη η περίληψη αποτελεί αναδρομή, καθώς έτσι μαθαίνουμε λεπτομέρειες για την οικογένειά της ως ελεύθερης κοπέλας, για την οικογένειά της ως παντρεμένης και μητέρας, και τέλος, για τη ζωή της δίπλα στην κόρη που βοηθά

Ο πατέρας της ήταν «εργατικός και φρόνιμος. Η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτο μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια». Οι γονείς της την πάντρεψαν με το Γιάννη το Φράγκο (από δω και η προσωνυμία της), άνθρωπο ανίκανο και άβουλο, και της έδωσαν ασήμαντη προίκα, ενώ κράτησαν για τον εαυτό τους και το γιο τους δύο νεόχτιστα σπίτια και τα καλύτερα κτήματα, καθώς και τα μετρητά τους, από τα οποία όμως η Χαδούλα κατόρθωσε να κλέψει μερικά. Μ' αυτά και με τις οικονομίες της* έχτισε ένα φτωχόσπιτο. Από το γάμο της απόχτησε εφτά παιδιά, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Τα τρία αγόρια χάθηκαν στην ξενιτιά, ενώ το τέταρτο, ο Μήτρος ή Μώρος, μέθυσος και μαχαιροβγάλτης, βρίσκεται φυλακισμένος στη Χαλκίδα, κατηγορούμενος για φόνο. Από τις τρεις θυγατέρες της η Αμέρσα έχει μείνει γεροντοκόρη, ενώ η Δελχαρώ, που τώρα είναι λεχώνα, παντρεύτηκε τον Κωνσταντή ή Νταντή, φτωχό μαραγκό, και έχει αποχτήσει άλλα δυο κορίτσια κι ένα αγόρι.

Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε να ίδη συμπτώματα σπασμών εις το μικρόν ασθενές πλάσμα —επειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετο— πλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζη», είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της. (Σύντομη αναδρομή για να παρουσιάσει την υγεία του μικρού βρέφους και να δείξει τα συναισθήματα της γιαγιάς Χαδούλας απέναντι στο μικρό)

Η Φραγκογιαννού αναπολεί τις δυσκολίες που πέρασε για να μεγαλώσει τα παιδιά της και να προικίσει τις κόρες της και συλλογίζεται τα βάσανα που αντιμετωπίζουν όλοι οι φτωχοί γονείς που έχουν θυγατέρες (πάλι μια σύντομη αναδρομή, για να καταδειχθεί ότι όλη της η ζωή ήταν βασανισμένη, αλλά και ότι τα κορίτσια για τους φτωχούς γονείς είναι «κατάρα». Σταδιακά μέσα από όλα όσα προηγήθηκαν, θα φτάσει στα όρια της παράνοιας, θα «ψηλώσει ο νους της και θα διαπράξει την πρώτη της δολοφονία, αυτή της εγγονής της).

Ρυθμός της αφήγησης

Η διαχείριση του χρόνου δεν είναι ίδια παντού. Πέρα από τις αναδρομές, έχουμε την αφήγηση στην αρχή να μην αντανακλά την πραγματική διάρκεια των γεγονότων, αφού αναφέρεται στα ξενύχτια της Φραγκογιαννούς. Διακόπτει την γραμμική αφήγηση για να παρεμβληθούν οι αναδρομές και να φωτιστούν έτσι πτυχές αθέατες της ιστορίας, αλλά και για να κεντρίσει και να κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αυτή η επιβράδυνση μαζί με τους εσωτερικούς μονολόγους «παγώνει» τον αφηγηματικό χρόνο, αλλά είναι οργανικό κομμάτι της αφήγησης. Ο χρόνος της αφήγησης, κυρίως κατά την τέλεση των φονικών και κατά τη διάρκεια της καταδίωξης της φόνισσας, σχεδόν ταυτίζεται με τα διαδραματιζόμενα γεγονότα, καθώς ο αφηγητής εντάσσει διαλογικά μέρη που δημιουργούν ανά διαστήματα σκηνές, με το χρόνο της ιστορίας και το χρόνο της αφήγησης να εξισώνονται.

Αφηγητής  

1. εξωδιηγητικός – ετεροδιηγητικός αφηγητής. Ο ίδιος δε συμμετέχει στην ιστορία, είναι δηλαδή μη δραματοποιημένος.

2. Αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση).

3. Η εστίαση  είναι μηδενική και ο αφηγητής ως εκ τούτου παντογνώστης. Έτσι έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει κάθε τι που αφορά την ιστορία που αφηγείται, συμπεριλαμβανομένων και των πιο προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων των προσώπων της ιστορίας.

4. Η αφήγηση γίνεται με μίμηση. Δηλαδή  στο κείμενο συνυπάρχουν η αφήγηση, η περιγραφή αλλά και οι διάλογοι, που δίνουν μεγαλύτερη ζωντάνια στο κείμενο και παράλληλα απομακρύνουν για λίγο την αφηγηματική φωνή από το προσκήνιο. Υπάρχει όμως και ο εσωτερικός μονόλογος, όταν «ακούμε» τη φωνή της Φραγκογιαννούς καθώς ξεδιπλώνονται οι πιο μύχιες σκέψεις της, η φωνή της παράνοιας μέσα στη δική της λογική και η σκοτεινές σκέψεις της που την οδηγούν στα εγκλήματα.

 

Η θέση της γυναίκας στο έργο

Στη «Φόνισσα» η γυναίκα είναι σε κάθε ηλικία το πιο υποτιμημένο πλάσμα: απόλυτα εξαρτημένη από τους γονείς ως παιδί και από το σύζυγο ως γυναίκα. Όταν αποκτά οικογένεια πρέπει να φροντίζει να υπηρετεί κάθε μέλος της.

Ως κόρη αποτελεί βάρος για τους γονείς, παρόλο που εργάζεται μαζί τους, συνεισφέρει με όποιον τρόπο μπορεί ή της επιβάλλεται, γιατί οι γονείς για να την παντρέψουν πρέπει να της δώσουν προίκα. Και μάλιστα όσο μεγαλύτερη η προίκα τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να είναι καλός ο έγγαμος βίος της.

Ως σύζυγος αναλαμβάνει τα του σπιτιού, αλλά και τη φροντίδα του συζύγου και των παιδιών που θα αποκτηθούν. Βοηθά και στις υπόλοιπες δουλειές και συμπαραστέκεται στο σύζυγό της με όποιον τρόπο μπορεί. Η υποταγή στο σύζυγο είναι δεδομένη, όπως φαίνεται και από τον ίδιο τον τρόπο που την αποκαλούν μετά το γάμο της: η ηρωίδα είναι η γυναίκα του Γιάννη του Φράγκου, η Φραγκογιαννού.

Ως μητέρα αναθρέφει τα παιδιά της, φροντίζει να τα μεγαλώσει σωστά. Η φροντίδα της όμως δε σταματά εκεί, αφού τα βοηθά και μετά τη δημιουργία της δικής τους οικογένειας. Στη διήγημα η Δελχαρώ δέχεται τη βοήθεια της Φραγκογιαννούς μετά τη γέννα του τέταρτου παιδιού της – και δεν ήταν η πρώτη φορά που η μητέρα της τη βοηθούσε. Η ίδια η Χαδούλα ενθυμείται ότι και στους γονείς της υπηρέτρια ήταν  και στο σύζυγό της, αλλά και στα παιδιά της. Και η τελευταία της υπηρεσία είναι αυτή απέναντι στα εγγόνια της.


Γλώσσα

Σε ένα έργο ηθογραφικό περιμένει κανείς να χρησιμοποιείται η γλώσσα του λαού, η δημοτική, η γλώσσα που μιλούν οι ήρωές του. Ο Παπαδιαμάντης διαφοροποιείται και γράφει στην καθαρεύουσα τα αφηγηματικά μέρη, ενώ στα διαλογικά μέρη χρησιμοποιεί τη δημοτική με το τοπικό ιδίωμα της Σκιάθου. Μάλιστα,  αναφέρει και τοπωνύμια της Σκιάθου.

 

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ!

 

Η ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ !




ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 



ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ!


ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ


 https://www.youtube.com/watch?v=xRYJV5IBFXo

ΟΜΑΔΟΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

 Θ δουλέψουμε στην τάξη τις ερωτήσεις και θα αποφασίσουμε για το τελικό προιόν!


 ΘΕΜΑ Α: Τα πρόσωπα, ο τόπος, οι αφηγηματικές τεχνικές


α1.     Να αναφέρετε τα βασικά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας.

α2.     Σε πόσες σκηνές θα μπορούσατε να χωρίσετε τα αποσπάσματα; Με ποια κριτήρια προχωρήσατε στο χωρισμό;


α3.     Σε ποια σημεία του κειμένου προοικονομείται/προσημαίνεται ο θάνατος της Στέλλας;

α4.     Η αφήγηση, ο διάλογος και η περιγραφή είναι οι τρεις αφηγηματικοί τρόποι. α) Να εντοπίσετε ένα (1) σημείο περιγραφής και ένα (1) σημείο αφήγησης. β) Ποιος αφηγηματικός τρόπος κυριαρχεί στο κείμενο και τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση του;
:β1.     Να χαρακτηρίσετε τον Παναγή Βιολάντη, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούνται από το κείμενο.


β2.     Να χαρακτηρίσετε τη Στέλλα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούνται από το κείμενο. Ανταποκρίνεται στα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής της;  

β3.     Να σχολιάσετε το ρόλο, τον οποίο έπαιξε ο Στέφενσων στην ιστορία.

β4.     Ποιος είναι ο ρόλος της μητέρας (της Βιολάνταινας) στο κείμενο; Για ποιους λόγους πλησίασε τη Στέλλα και θέλησε να της μιλήσει; 

  

α) Ποια κοινωνικά στερεότυπα μπορείτε να διακρίνετε στο κείμενο:  i) σχετικά με τη θέση της γυναίκας ii) σχετικά με το ρόλο του άνδρα – πατέρα iii) σχετικά με το γάμο;
β) Ποια από τα παραπάνω στερεότυπα διατηρούνται στις μέρες μας και ποια έχουν αλλάξει;

δ2.     Αν η ιστορία διαδραματιζόταν στην εποχή μας, πώς πιστεύετε ότι θα αντιδρούσε ο πατέρας, αν μάθαινε ότι η κόρη του είχε επαφές-σχέση με κάποιον που ο ίδιος δεν ενέκρινε;

δ3.     Αν η ιστορία διαδραματιζόταν στην εποχή μας, πώς πιστεύετε ότι θα αντιδρούσε η Στέλλα στην περίπτωση που ο πατέρας της δεν ενέκρινε τη σχέση της με κάποιον νεαρό;



ΟΛΕΣ ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΘΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ: ΕΙΤΕ ΣΕ ΠΠΤ, ΕΙΤΕ ΣΕ ΤΑΙΝΙΑ .
 1. Υποδυόμενοι τη Στέλλα, φανταστείτε τι θα έγραφε στο προσωπικό της ημερολόγιο μετά την αποχώρηση της μητέρας της από το δωμάτιο (π.χ. ποια είναι τα συναισθήματά της για τη μητέρα της, τον πατέρα της, πώς βλέπει την κατάσταση, τι σκέφτεται να κάνει κτλ.)
2.«Τολμώ να ελπίσω, ή μάλλον είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω, ότι η θυγάτηρ σας δεν θα ειπεί όχι, αν σεις ειπείτε ναι»: Αυτή είναι μια φράση από την επιστολή που έστειλε ο Χρηστάκης Ζαμάνος στον πατέρα της Στέλλας. Αφού φανταστείτε τι έγραφε αυτή η επιστολή, προσπαθήσετε να την γράψετε ξανά, υποδυόμενοι τον Χρηστάκη.

ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ ΟΜΑΔΕΣ

 Ήταν παραμονές της Παναγίας. Μεθαύριο το σπίτι είχε διπλογιόρτι - Μαρία έλεγαν τη Βιολάνταινα- και τι καλά αν μπορούσε να γίνει καμιά οικονομία, να έλθει η συμφιλίωση, να κατεβεί και η Στέλλα, να καθίσει στο τραπέζι, να φανεί στον κόσμο... Η Βιολάνταινα χαρούμενη ανέβηκε στο δωμάτιο της Στέλλας. Η Στέλλα, καθώς κρατούσε το μέτωπο με τα δύο χέρια, σήκωσε τα μάτια κι κοίταξε τη μητέρα της έκπληκτη. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιο ύφος.

-Ήρθα να σου πω δυο λόγια. Ακούς;
-Τι είναι; ψιθύρισε η Στέλλα.
Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρόταση της: Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετα­νόησε για το κίνημα της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημα του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει και - μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο - να τη δεχθεί στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;
Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιος ύφος που έπαιρ­νε και όταν την κτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας, πρόφερε:
-Όχι!
Η Βιολάνταινα σκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υ­πόκωφη, σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:
-Όχι!
-Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραζε την πρώτη γα­λήνη, και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνη­ση.
-Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η Βιολάνταινα- κι γύρισε πίσω της, κι κλείδωσε από φόβο τη θύρα.
-Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου- και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγανακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη. Κι εμίλησε:
-Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώ­ρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συ­χώρεση γι' αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυ­ναμίας... Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη... Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μέ­να. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ' αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!
- Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; πρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.
-Τον ορίζω!
- Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.
-Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!... τον ορίζω!...
Κι έκαμψε το δάχτυλο της, και το δάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.
-Τι θέλεις να πεις μ' αυτό; ρώτησε με τρόμο.
-Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω... Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πα­τέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω -τον εαυτό μου-και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!
Και κτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμη, κι από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη άγρια αστραπή. Ω, ήταν ωραία τη στιγμή εκείνη! Το πά­θος της χρωμάτισε, της ζωογόνησε το κατάλευκο πρόσωπο· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινο χρώμα αδύνατο- ίχνος κακοπάθειας δεν εφαίνετο πλέον, και για μια στιγμή, η κόρη έλαμψε με την πρώτη της ομορφιά την υπερήφανη, με την πρώτη υγεία και ζωή.
Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώσει το κεφάλι. Έβλεπε έξαφνα εμπρός της μια δύναμη νέα, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.
-Εκατάλαβα, ψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;
-Δεν τον φοβάμαι! φώναξε η Στέλλα· και τι θα μου κάμει; Θα με σκο­τώσει... είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δε γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώσει... Καλύτερα να πεθάνω... Στάσου να σου πω. Αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ' ένοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υ­πόληψη μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου εί­ναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;...
-Καλέ τίνος τα λες αυτά τα παραμύθια; είπε η Βιολάνταινα με μορφασμό ανυπομονησίας. Και τι πως έγραψες ένα γράμμα, που στο κάτω κάτω το πή­ραμε πίσω;... Εγώ να σου πω τι είναι: είναι... που αγαπάς το Χρηστάκη.
Η Στέλλα κλονίσθηκε από παλμό δυνατό. Στην αρχή τής ήλθε να το αρνη­θεί, να το κρύψει. Όχι, δεν ήταν αυτός ο λόγος... Αλλά έπειτα συλλογίσθηκε ότι μια που άρχισε, έπρεπε να τα πει όλα· και σα να το ήξερε πως ήταν η τε­λευταία φορά που θα μιλούσε, άντλησε διαμιάς όσο θάρρος υπήρχε στα βά­θη της παρθενικής της ψυχής, και είπε:
-Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δε θα του έδινα ακρόαση· αν δεν τον αγαπούσα, δε θα μ' ένοιαζε για το γράμμα, -ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη- δε θα επέμενα ολωσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω.
-Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει! είπε η Βιολάνταινα,
-Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθεί και να δει το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!
- Α! τέτοιες ελπίδες έχεις; ω, κακομοίρα, κακομοίρα! δεν τον ξέρεις τον πατέρα σου!
- Μπορεί- μα εμένα δε με χωράει άλλο ετούτο το σπίτι.
Διαμιάς η Στέλλα έγινε μελαγχολική. Κάθισε πάλι στο διβανάκι, και με φωνή περίλυπη, σα να μιλούσε μονάχη της, εξακολούθησε:
-Όχι! δε με χωράει το σπίτι... Σε κάθε χτύπημα που μου δίνουν, ακούω  μέσα μου σα μια φωνή να μου λέει: «Φύγε!... Φύγε!...»
Η Βιολάνταινα όρμησε έξω φρενών, με τα χέρια σηκωμένα, με τα μάτια άγρια.
-Τι είπες; φώναξε· να φύγεις; ω, συφορά μου και μαυρίλα μου!... να φύ­γεις;
-Δεν είπα τέτοιο πράμα! είπε η Στέλλα με περιφρόνηση. Σεις μου το λέ­τε με τον τρόπο σας.
-Όχι, το είπες! αντείπε η Βιολάνταινα· είπες πως θα φύγεις! και για κοί­ταξε καλά, γιατί εγώ δεν...
Ο θυμός έπνιξε τη φωνή της. Κι έβλεπε τριγύρω της, σαν να ζητούσε ν' αρπάξει τίποτα για να κτυπήσει τη Στέλλα. Ο τρόπος αυτός ανέβασε στην επιφάνεια όλο το πείσμα της κόρης. Όχι, δεν το είπε! Της έβαζαν στο στόμα λόγο που δεν είπε. Το εσυλλογίσθη, πέ­ρασε κι αυτό από τον νου της, αλλά όχι, δεν το είχε αποφασίσει. Και ίσως δε θα το έκανε ποτέ, όσο σκληρά και αν την τυραννούσαν, γιατί ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, και είχε την περηφάνια της, και θα προτιμούσε να πε­θάνει, παρά ν' ακουσθεί πως ξεπόρτισε. Αλλ' αφού ήταν έτσι, αφού ήθελαν με το στανιό να την πείσουν πως το είπε, καλά λοιπόν, να ιδούν!
- Ναι, το είπα! φώναξε δυνατότερα από τη μητέρα της. Το είπα και θα το κάμω!
Μιλούσε με όλο το απεγνωσμένο θάρρος ανθρώπου που αυτοκτονεί. Η Βιολάνταινα τα έχασε· ο θυμός της εκόπη, τα γόνατα της λύθηκαν, κι έπεσε σε μια καρέκλα, όγκος αδρανής. Αλλά ήταν μια στιγμή μόνο αδυναμίας. Αμέσως εσηκώθη, και κεραυνοβολούσα τη Στέλλα με το βλέμμα, εξεστόμισε σε μια βάναυση φράση όλη την εντύπωση που της έκανε το ξαφνικό ξύ­πνημα της δυνατής εκείνης ψυχής, που την δοκίμαζε η βία και το μαρτύριο:
-Κατάλαβα·  εσύ, παιδί μου, έχεις το διάολο μέσα σου!

ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ

 Γρηγόριος Ξενόπουλος «Στέλλα Βιολάντη» 


Υπόθεση
Η ιστορία του διηγήματος εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο, όπου η 19χρονη Στέλλα Βιολάντη, κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορα Παναγή Βιολάντη, γνωρίζει έναν γοητευτικό νέο, τον Χρηστάκη Ζαμάνο. Ο Ζαμάνος εργάζεται στο τηλεγραφείο κι έχει συνηθίσει χάρη στο καλό παρουσιαστικό του να κερδίζει εύκολα τη συμπάθεια και τον έρωτα των κοριτσιών του νησιού. Η Στέλλα, ωστόσο, δεν του δίνει σημασία. «Δεν είχε τόση φιλοδοξία αυτή∙ δεν έβαλε ποτέ με το νου της να κατακτήσει νέο, που καθεμιά τον ήθελε και του το έδειχνε.»
Η αδιαφορία αυτή της Στέλλας πληγώνει τον εγωισμό του χαϊδεμένου Χρηστάκη, ο οποίος αποφασίζει να την κατακτήσει, κι όπως χαρακτηριστικά λέει σ’ έναν φίλο του «θα την κάμω εγώ να βουρλιστεί!». Αρχίζει, λοιπόν, να διεκδικεί επίμονα την προσοχή της Στέλλας, κάνοντας ό,τι μπορεί για να την πείσει πως αγαπά μόνο εκείνη και πως αδιαφορεί για όλες τις άλλες. Ένα βράδυ, μάλιστα, της δίνει ένα γράμμα με το οποίο της εξομολογείται τον έρωτά του.
Η Στέλλα διαβάζοντας το γράμμα ξεγελιέται και θεωρεί πως ο Χρηστάκης την αγαπά πραγματικά. Περνά το βράδυ της ξάγρυπνη να σκέφτεται όλες τις προηγούμενες απόπειρές του να της δείξει το ενδιαφέρον του και πείθεται εν τέλει πως ο έρωτάς του είναι αληθινός. Του στέλνει, έτσι, κι εκείνη ένα σύντομο ερωτικό γράμμα: «Ναι, Χρηστάκη μου, σ’ αγαπώ κι εγώ, σ’ αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι, όσο δεν μπορείς να φαντασθείς. Είμαι δική σου. Αγάπα με. Η Στέλλα σου.»
Ο Ζαμάνος ενθουσιάζεται με την απάντηση της Στέλλας, κι ακολουθώντας τη συμβουλή ενός Άγγλου φίλου του, πως δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία, αφού η κοπέλα είχε πολύ μεγάλη προίκα, αποφασίζει να στείλει επιστολή στον πατέρα της για να τη ζητήσει σε γάμο.
Ο πατέρας, όμως, της Στέλλας μόλις λαμβάνει τη σχετική επιστολή εξαγριώνεται με το θράσος του φτωχού υπαλλήλου. «Τι λέω-λέει;!! Ο γιος του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο χαϊμένος, επήρε το αντζάρντο να μου γυρέψει τη θυγατέρα μου, εμένανε;...»
Ο Παναγής Βιολάντης ήταν ένας εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος που ενδιαφερόταν μόνο για το καλό του όνομα στην τοπική κοινωνία. Μόλις, επομένως, υποψιάστηκε από το γράμμα του Ζαμάνου πως η κόρη του ενθάρρυνε αυτό το τόλμημα του νεαρού, θέλησε αμέσως να μάθει σε ποιο σημείο είχε εκτεθεί η οικογένειά του. Εμφανίστηκε έτσι υποκριτικά πρόσχαρος στο σπίτι του, δίνοντας στη Στέλλα την εντύπωση πως θα της επέτρεπε να παντρευτεί τον Χρηστάκη. Της ζητούσε, ωστόσο, επίμονα να του εξηγήσει πως έγινε η γνωριμία με τον νεαρό, κι όταν εκείνη του είπε πως του είχε στείλει γράμμα, τη χτύπησε, την κλείδωσε στο δωμάτιό της, κι έφυγε για να πάρει πίσω το γράμμα της κόρης του και να απειλήσει το Ζαμάνο, ώστε να μη μάθει ποτέ κανείς γι’ αυτή την απρέπεια της Στέλλας.
Ο Χρηστάκης Ζαμάνος δέχτηκε έντρομος τις απειλές του Βιολάντη και πολύ γρήγορα του έδωσε το γράμμα της Στέλλας, αφού ούτως ή άλλως δεν είχε ποτέ αγαπήσει την κοπέλα. Ο Παναγής Βιολάντης διαβάζοντας το γράμμα της Στέλλας εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο με την ανοησία της κόρης του:
«Τ’ είναι τούτα που μου κάνεις μωρή; εφώναξε ο Παναγής έξω φρενών∙ τι ντροπές είναι τούτες που μόβαλες στο κούτελό μου;... “Είμαι δική σου;”! Πώς έγραψες εσύ τέτοιο πράμα; Τίνος είσαι, μωρή; Ποιον ερώτησες να σου πει τίνος είσαι; Με ποιο δικαίωμα δόθηκες στον ξένον άνθρωπο; Ποιος σου είπε πως ορίζεις τον εαυτό σου; Πώς σου πέρασε από το νου, πως μπορείς να δώσεις και το νύχι σου, χωρίς να θέλω εγώ;... Δε μιλείς, μωρή;... Ε, τι είναι τούτα;».
Η οργή του Παναγή Βιολάντη ήταν πολύ έντονη, κυρίως γιατί σκεφτόταν την προσβολή που θα του γινόταν, αν μάθαιναν οι άνθρωποι του νησιού πως η κόρη του ξέπεσε σε τέτοιο σημείο, ώστε να στέλνει ερωτικά γράμματα σ’ έναν φτωχό υπάλληλο.
«Κι εχύθηκε πάνω της, και την άρπαξε από το λαιμό, και της τον έσφιξε να την πνίξει, κι έπειτα την άρχισε γροθιές, και την εκτυπούσε όπου έφθανε, στους ώμους, στο στήθος, στο κεφάλι, και την εκτυπούσε αλύπητα, με λύσσα, να την τελειώσει, να την ξεκάμει, όπως μόνον ένας πατέρας μπορεί να χτυπά την κόρη του... Και ως να τον εμεθούσε περισσότερο κάθε χτύπημα, ως να τον εφρένιαζε η αντίσταση της στερεάς σαρκός -γιατί άλλη δεν έκαμνε η κακομοίρα εκείνη- ο δαρμός του δεν εφαίνετο να έχει τελειωμό, και η φυσική εξάντληση, που μόνη θα τον εσταματούσε, αργούσε ακόμη πολύ.»
Ο Παναγής δεν λυπόταν καθόλου την κόρη του, που την έβλεπε ως «ξένο κρέας», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο αφηγητής, και δεν τον ενδιέφερε ακόμη κι αν πέθαινε:
«Ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει, να πάει στο διάολο, αυτό παρακαλώ το Θεό μου. Ναι, να πεθάνει! Αυτό και μόνο μπορεί να τη σώσει από την ατιμία της και από την ντροπή της! Κοπέλα που αποδιαντράπηκε να γράψει σ’ έναν ξένο “είμαι δική σου”, δεν μπορεί άλλο να ζήσει στο σπίτι μου. Και αν δεν πεθάνει μονάχη της, θα την ξεκάμω εγώ, με τα χέρια μου!».
Όσο η Στέλλα συνέχιζε να επιμένει στον έρωτά της για το Χρηστάκη Ζαμάνο τόσο περισσότερο εξοργιζόταν ο πατέρας της και τη χτυπούσε καθημερινά. Κι όταν η μητέρα της άφησε να εννοηθεί στον Παναγή πως η Στέλλα σκεφτόταν ακόμη και να φύγει από το σπίτι -κάτι που θα αποτελούσε ανήκουστη ατιμία για την οικογένειά τους- ο Παναγής Βιολάντης την έκλεισε σε μια σοφίτα. Έπαψε να τη χτυπά, αλλά πλέον της έδινε μόνο λίγο ψωμί και νερό, ίσα για να επιβιώσει, και κάθε φορά τη ρωτούσε αν είχε μετανιώσει. Η Στέλλα επέμενε στην απόφασή της, μα σιγά-σιγά από τον καημό της άρχισε να αρρωσταίνει. Σταμάτησε να τρώει το ψωμί και αναζητούσε μόνο το νερό για να δροσίσει το σώμα της που έκαιγε από τον πυρετό. Πολύ σύντομα εξασθένησε τόσο, που όταν ο πατέρας της ανέβηκε στη σοφίτα για να την ενημερώσει με άφθονη χαιρεκακία πως ο Ζαμάνος θα παντρευόταν μια άλλη, τη βρήκε νεκρή.
Η Στέλλα Βιολάντη πέθανε από τη στεναχώρια της, χωρίς ποτέ να μάθει την αλήθεια για το Χρηστάκη Ζαμάνο και για την κοπέλα που σκόπευε να παντρευτεί. Όπως γράφει ο αφηγητής «πέθανε με τη γλυκιά πλάνη πως κάποιος την είχε αγαπήσει».

Ερωτήσεις

1.  α) Ποιες οι βαθύτερες αιτίες που προσδιόρισαν τη στάση του Βιολάντη προς την κόρη του;

Ο Παναγής Βιολάντης δεν είχε καμία απολύτως ηθική ποιότητα ως άνθρωπος, δεν τον ενδιέφερε καθόλου η ευτυχία των παιδιών και της οικογένειάς του γενικότερα, και δεν είχε καμία ευαισθησία απέναντι στους άλλους ανθρώπους, το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να μην θιχτεί η τιμή του. Ως μεγαλέμπορος είχε την ευκαιρία να αποκτήσει πολλά χρήματα και να θεωρείται πλέον εξέχον μέλος της αστικής τάξης του νησιού του, ήταν ωστόσο νεόπλουτος και δεν είχε εκείνο το δεδομένο σεβασμό που έχαιραν τα μέλη της παλαιότερης αριστοκρατίας που είχαν μακρά παράδοση οικονομικής και κοινωνικής ισχύος. Για το λόγο αυτό πάσχιζε με κάθε τρόπο να εμφανίζεται στη Ζάκυνθο ως εξαιρετικός σύζυγος και πατέρας, παρουσιάζοντας το «νεόκτιστο παλατάκι» του ως παράδεισο οικογενειακής ευτυχίας. Στην πραγματικότητα βέβαια όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ακόμη και η αδερφή του η Νιόνια, τον έτρεμαν γιατί γνώριζαν πόσο σκληρός και απάνθρωπος ήταν. Στο σπίτι του δεν υπήρχε ευτυχία, υπήρχε μόνο ένας αδυσώπητος δεσποτισμός που ανάγκαζε τη γυναίκα και τα παιδιά του να υποκρίνονται και να φέρονται πάντοτε παραδειγματικά, από φόβο μήπως δυσαρεστήσουν τον Παναγή Βιολάντη.
Ο πατέρας της Στέλλας, επομένως, θεωρώντας πως η κόρη του τον εξέθεσε και διακινδύνευσε το καλό του όνομα, εννοεί να την τιμωρήσει αυστηρά. Η ευτυχία της και οι δικές της επιθυμίες καθόλου δεν τον απασχολούν. Εκείνο που οφείλει να κάνει η Στέλλα είναι να ξεχάσει τον ανόητο έρωτά της και να παντρευτεί όταν και με όποιον της υποδείξει εκείνος, ώστε να προκύψει ένας γάμος αντίστοιχος του πλούτου και του ονόματος της οικογένειάς του.
Με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο μας παρουσιάζει ο αφηγητής το προφίλ του Παναγή Βιολάντη στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Ο Παναγής Βιολάντης έπασχε από κοσμοφοβία παράξενη. Ό,τι έκανε και δεν έκανε, ήταν για τον κόσμο –για να πει ο κόσμος καλό. Δεν τον έμελε, πώς εξέταζε κάποτε τον εαυτό του και δεν τον έβρισκε ούτε αγαθό, ούτε ευσυνείδητο, ούτε ειλικρινή∙ τούφτανε πως τον είχε ο κόσμος για τέτοιον. Και σ’ αυτή την ιδέα, γι’ αυτή την υπόληψη, ήταν ικανός να τα θυσιάσει όλα, και τη δική του ευτυχία και την ευτυχία των δικών του.
Η φιλοδοξία του ήταν να τον τιμούν ως «χρήσιμο» άνθρωπο και να τον σέβονται ως καλόν οικογενειάρχη. Για το δεύτερο μάλιστα εφρόντιζε πολύ περισσότερο. Ίσως -δεν σου έλεγε- υπήρχαν στον τόπο και άλλοι έμποροι, και άλλοι βιομήχανοι σαν κι αυτόν∙ αλλά πατέρας, κανένας∙ α, αυτό εννοούσε να το καυχάται. Και το σπίτι του ήθελε να φαίνεται πάντοτε το καλύτερο, σωστός παράδεισος αγάπης, τιμής, αρμονίας, ευτυχίας.
Το εκατόρθωνε με την υπόκριση και με τη βία. Οι δικοί του τον εφοβούντο σα διάβολο.»

β) Με ποιο σκοπό η μάνα πλησίασε την έγκλειστη κόρη της;

Η μητέρα της Στέλλας ήλπιζε πως θα έπειθε την κόρη της να ζητήσει συγχώρηση από τον πατέρα της, πέφτοντας εν ανάγκη ακόμη και στα πόδια του, για να μπορέσουν επιτέλους να συμφιλιωθούν. Κάτι που θα έθετε αφενός τέρμα στην τιμωρία της Στέλλας και αφετέρου με την ευκαιρία του δεκαπενταύγουστου θα τερμάτιζε τα σχόλια του κόσμου για την παρατεταμένη αδιαθεσία της, αφού θα την έβλεπαν και πάλι στο γιορτινό τραπέζι.
Η Μαρία Βιολάντη επιθυμούσε βέβαια να απαλλάξει την κόρη της από την οργή του Παναγή, κι από τον καθημερινό ξυλοδαρμό, όχι όμως γιατί θεωρούσε πως η Στέλλα είχε δίκιο να αποζητάει τον έρωτα ενός άνδρα ταπεινότερης κοινωνικής θέσης. Ως προς αυτό δεν θα τολμούσε ποτέ να φέρει αντίρρηση στο σύζυγό της, έστω κι αν η ίδια είχε διαφορετική άποψη. Άλλωστε, ήξερε καλά πως ήταν παράλογο στο πλαίσιο μιας οικογένειας να γίνεται οτιδήποτε χωρίς την έγκριση του πατέρα.
Η δική της πρόθεση ήταν να γλιτώσει την κόρη της από τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει, ιδίως από τη στιγμή που δεν είχε προκύψει κάποιο σκάνδαλο, κι ήταν εύκολο να αποκατασταθεί η τιμή του κοριτσιού της. Το γράμμα που είχε στείλει στο Χρηστάκη το είχαν πάρει πίσω,  κι εκείνος φοβισμένος από τις απειλές του Παναγή δεν επρόκειτο πια να πει τίποτε σε κανέναν, οπότε τα πράγματα μπορούσαν να διορθωθούν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ξεκαθαρίσει η Στέλλα στον πατέρα της πως παρέμενε υποταγμένη στη θέλησή του.
Αν η Στέλλα απαρνιόταν τον έρωτά της για το Χρηστάκη και άφηνε τον πατέρα της να της βρει τον κατάλληλο σύζυγο, όπως ήταν άλλωστε το δεδομένο εκείνης της εποχής, η κατάσταση θα άλλαζε άρδην, κι η Στέλλα θα γλίτωνε από τον εγκλεισμό της. Η μητρική, ωστόσο, ανησυχία δεν ήταν για κανένα λόγο ισχυρότερη από τη θέληση του πατέρα, οπότε αν η Στέλλα επέμενε στην απόφασή της, η μητέρα της δεν υπήρχε περίπτωση να την υποστηρίξει. Θα την άφηνε να υποστεί την οργή του πατέρα της, αφού εκείνος ήταν ο μόνος και αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της οικογένειας.

2. Να σχολιάσετε τη φράση: «Ο πατέρας σου σε ορίζει∙ ο πατέρας σου ορίζει και μένα, και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους».

Η Μαρία Βιολάντη αναγνώριζε στο σύζυγό της την εξουσία που κατείχε κάθε άντρας στις τότε πατριαρχικές κοινωνίες. Εκείνος αποφάσιζε για οτιδήποτε αφορούσε τα παιδιά του και τη γυναίκα του, όπως και για κάθε άλλο μέλος της οικογένειας που ζούσε στο σπίτι του -στην προκειμένη περίπτωση η μεγάλης ηλικίας αδελφή του. Η σαφής αυτή υποταγή στη θέληση του συζύγου της ενισχυόταν κιόλας από το φόβο που της προκαλούσε η οργή του∙ βρισκόταν ωστόσο στο συνηθισμένο για την εποχή πλαίσιο. Καμία γυναίκα δεν μπορούσε να αντιταχθεί στις αποφάσεις του συζύγου της, όπως φυσικά και κανένα παιδί.
Ο πατέρας ήταν εκείνος που φρόντιζε για την οικονομική στήριξη της οικογένειας, όπως και για την προίκα των κοριτσιών, κι άρα ήταν εκείνος που έπαιρνε όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Το ενδεχόμενο, άλλωστε, να παρακούσει ένα από τα παιδιά ή η σύζυγος τις προσταγές του πατέρα, σήμαινε γι’ αυτόν και για όλη την οικογένειά του μεγάλη προσβολή. Εκείνη την εποχή, μάλιστα, το καλό όνομα της οικογένειας είχε εξαιρετικά μεγάλη σημασία κι έπρεπε να προφυλάσσεται απ’ όλους με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς τα κακόβουλα σχόλια του «κόσμου» δεν αργούσαν να φέρουν ντροπή σ’ όλη την οικογένεια και να επιφέρουν έτσι μεγάλη ζημιά, ιδίως στο μέλλον των κοριτσιών, που δύσκολα θα μπορούσαν μετά να βρουν έναν αξιόλογο σύζυγο.

3. Είπαν πως ο Ξενόπουλος είναι ο εισηγητής της αστικής πεζογραφίας. Η μελέτη του αποσπάσματος οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό;

Ο Ξενόπουλος τοποθετεί τη δράση του διηγήματος στη Ζάκυνθο σ’ ένα αστικό περιβάλλον και ασχολείται με την ιστορία μιας αστικής οικογένειας. Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την άποψη περί αστικής πεζογραφίας, χωρίς ωστόσο να μας διαφεύγει πως παρά την αλλαγή περιβάλλοντος σε σχέση με τα ηθογραφικά διηγήματα που έχουν ως τόπο δράσης επαρχιακές περιοχές, οι διαφορές στη συμπεριφορά και στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων δεν είναι τόσο έντονες. Η απόλυτη εξουσία του πατέρα παραμένει πάντοτε κυρίαρχο μοτίβο και διατρέχει όλες τις επιμέρους πράξεις των προσώπων. Βέβαια, σε σχέση με τα ηθογραφικά διηγήματα, το χρήμα και η οικονομική επιφάνεια των ατόμων αναδεικνύονται σε αποφασιστικούς παράγοντες επηρεασμού των εξελίξεων. Στην αστική πεζογραφία είναι εντονότερη η διάκριση των ανθρώπων σε κοινωνικές τάξεις και δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο πώς αυτό τροποποιεί τη δράση τους.
Σε ό,τι αφορά την παρατήρηση πως ο Ξενόπουλος ήταν ο εισηγητής της αστικής πεζογραφίας, βρίσκουμε στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη τα εξής: «Στο ενεργητικό του πρέπει επίσης να προσγραφεί το μεγάλο άλμα που επιτέλεσε μ’ αυτόν η νεοελληνική λογοτεχνία από το περιορισμένο πλαίσιο του ηθογραφικού διηγήματος στο πολυσύνθετο αστικό μυθιστόρημα. Και δεν είναι πάλι χωρίς σημασία το πόσο ο Ξενόπουλος διαβάστηκε από ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό, ευρύνοντας έτσι το γενικότερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία.

Διαγωνισμός ολοκαυτωμα

 Παιδιά μου Για τον διαγωνισμό οι ομάδες είναι έως τρία άτομα.