ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΛΥΚΕΊΟΥ
16-19
ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Β.ΙΙ, 16-23
Ενώ τα πράγματα βρίσκονταν σ’ αυτό το σημείο, ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας, αν οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα της κατεδάφισης των τειχών, επειδή θέλουν να υποδουλώσουν την πόλη ή για να έχουν κάποια εγγύηση καλής πίστης. Όταν όμως τον έστειλαν, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο καθυστερώντας για περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης τροφίμων, θα αποδέχονταν οποιουσδήποτε όρους τους πρότεινε κάποιος. Αφού, λοιπόν, επέστρεψε τέσσερις μήνες μετά, ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα τον κρατούσε αρχικά ο Λύσανδρος, και στη συνέχεια τον διέταξε να πάει στη Λακεδαίμονα, γιατί δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα για τα οποία τον ρωτούσε, αλλά οι έφοροι. Μετά από αυτά εκλέχτηκε για να σταλεί μαζί με άλλους εννέα ως πρεσβευτής στη Λακεδαίμονα με απόλυτη πληρεξουσιότητα.
Ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους, μαζί με άλλους Λακεδαιμονίους, τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν Αθηναίος εξόριστος, για να τους ενημερώσει ότι απάντησε στο Θηραμένη πως αυτοί είχαν τη δικαιοδοσία να αποφασίζουν για πόλεμο και ειρήνη. Όταν, λοιπόν, ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις έφτασαν στη Σελλασία και τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν έρθει, αυτοί απάντησαν ότι είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα να διαπραγματευτούν την ειρήνη. Τότε οι έφοροι διέταξαν να τους καλέσουν στη Σπάρτη. Όταν έφτασαν εκεί συγκάλεσαν συνέλευση, στην οποία και άλλοι πολλοί από τους Έλληνες, προπάντων όμως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αντιπρότειναν να μην συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν.
Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, αρνήθηκαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, η οποία είχε προσφέρει πολύ μεγάλες υπηρεσίες στην Ελλάδα, όταν διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο. αλλά ήταν διατεθειμένοι να συνάψουν ειρήνη υπό τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά και παραδώσουν όλα τα πλοία τους, εκτός από δώδεκα και φέρουν πίσω τους εξόριστους, έχοντας τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους να ακολουθούν αυτούς και στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί. Ο Θηραμένης και οι πρέσβεις που ήταν μαζί του επέστρεψαν με αυτούς τους όρους στην Αθήνα.
Καθώς έμπαιναν στην πόλη τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, επειδή φοβόταν μήπως είχαν επιστρέψει άπρακτοι· γιατί δεν χωρούσε πια άλλη αναβολή, καθώς ήταν πολλοί αυτοί που πέθαιναν από την πείνα. Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωσαν με ποιους όρους οι Λακεδαιμόνιοι θα έκαναν την ειρήνη· και εξ ονόματός τους μίλησε ο Θηραμένης που υποστήριξε ότι πρέπει να αποδεχτούν τους όρους των Λακεδαιμονίων και να γκρεμίσουν τα τείχη. Μερικοί διαφώνησαν μαζί του, οι περισσότεροι όμως επιδοκίμασαν τις προτάσεις του και αποφασίστηκε να δεχτούν την ειρήνη. Μετά από αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεψαν στην Αθήνα και πανηγυρίζοντας υπό τον ήχο των αυλών, άρχισαν με μεγάλη προθυμία να γκρεμίζουν τα τείχη, γιατί θεωρούσαν ότι εκείνη η μέρα ήταν η πρώτη της ελευθερίας στην Ελλάδα.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Ποια δικαιοδοσία είχαν ως πρεσβευτές ο Θηραμένης και οι άλλοι;
Στον Θηραμένη και στους υπόλοιπους εννέα πρεσβευτές δόθηκε απ’ τους Αθηναίους απόλυτη δικαιοδοσία να διαπραγματευτούν με τους Σπαρτιάτες τους όρους της ειρήνευσης. Απόφαση που δήλωνε με σαφή τρόπο την απόγνωση στην οποία είχαν περιέλθει οι πολίτες της Αθήνας και τη συνεπαγόμενη θέλησή τους να ολοκληρωθούν όσο γινόταν πιο γρήγορα οι διαπραγματεύσεις, ώστε να καταστεί εφικτή η διάσωση του πληθυσμού απ’ την πλήρη έλλειψη τροφίμων. Άλλωστε, ήταν σαφές πως οι Έφοροι της Σπάρτης δεν επρόκειτο να συζητήσουν με ανθρώπους που δεν είχαν την αναγκαία και πλήρη εξουσιοδότηση για τις διαπραγματεύσεις.
Ποιους όρους έθεσαν οι Λακεδαιμόνιοι;
Οι όροι που έθεταν οι Λακεδαιμόνιοι ήταν οι ακόλουθοι: οι Αθηναίοι όφειλαν α) να γκρεμίσουν τα μακρά τείχη, όπως και αυτά του Πειραιά, β) να παραδώσουν τα πλοία τους, εκτός από δώδεκα, γ) να δεχτούν πίσω τους πολίτες που είχαν εξορίσει απ’ την πόλη∙ εκείνους δηλαδή που είχαν διώξει λόγω των ολιγαρχικών τους φρονημάτων, και δ) να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες σε όλες τις πολεμικές τους δραστηριότητες είτε στη θάλασσα είτε στην ξηρά, έχοντας πλέον τους ίδιους φίλους και εχθρούς μ’ εκείνους∙ να γίνουν δηλαδή οι Αθηναίοι πιστοί σύμμαχοι των Σπαρτιατών.
Γιατί οι Αθηναίοι εξέλεξαν το Θηραμένη, έναν ολιγαρχικό, να διαπραγματευθεί την ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους;
Ο Θηραμένης, όπως παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη στο έργο Αθηναίων Πολιτεία, υπήρξε ένας μετριοπαθής ολιγαρχικός που εξέφραζε ειλικρινές ενδιαφέρον για τα συμφέροντα της πόλης του. Ο Αριστοτέλης τον κατατάσσει μάλιστα στους σημαντικότερους ηγέτες που γνώρισε η Αθήνα εκείνη την περίοδο, τονίζοντας την φιλοπατρία του, και κυρίως το γεγονός πως παρά τις ολιγαρχικές του πεποιθήσεις σεβόταν πάντοτε την τήρηση των νόμων.
Είναι, επομένως, πιθανό πως οι Αθηναίοι εκτιμούσαν θετικά τις προθέσεις του Θηραμένη και πως θεωρούσαν ως πλεονέκτημα -στη συγκεκριμένη συγκυρία- το γεγονός ότι ήταν ολιγαρχικός, καθώς θα γινόταν πιο ευνοϊκά δεκτός από τους Σπαρτιάτες. Προφανώς θεώρησαν πως, αν έστελναν στην Σπάρτη έναν υπέρμαχο της δημοκρατικής παράταξης, οι Λακεδαιμόνιοι θα τον αντιμετώπιζαν εχθρικά και δεν θα ήταν διατεθειμένοι ν’ ακούσουν τις δικές του προτάσεις.
Οι Αθηναίοι, επομένως, έλαβαν υπόψη τους τη σημαντική πρότερη δράση του Θηραμένη ως στρατηγού, τα ολιγαρχικά του φρονήματα που τον καθιστούσαν φιλικό απέναντι στον Λύσανδρο και τους Σπαρτιάτες, αλλά και τη γενικότερη αίσθηση πως ήταν αφοσιωμένος στην πατρίδα του.
Πώς δικαιολογείτε τη στάση των Κορινθίων-Θηβαίων απέναντι στους Αθηναίους μετά την ήττα τους; (Με βάση όσα ιστορικά δεδομένα έχετε υπόψη σας καθώς και τη γεωγραφική θέση της Κορίνθου και της Θήβας).
Σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες που έδειξαν σεβασμό απέναντι στην Αθήνα και στη σπουδαία βοήθεια που αυτή προσέφερε στους Περσικούς πολέμους, οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι επιδίωκαν τον αφανισμό της Αθήνας. Η έντονη αυτή εμπάθεια των δύο πόλεων απέναντι στην Αθήνα έχει φυσικά την εξήγησή της στον μεταξύ τους οικονομικό ανταγωνισμό και στην επιθυμία τους να αποτρέψουν οποιαδήποτε πιθανότητα αναβίωσης της μέχρι πρότινος πανίσχυρης Αθήνας.
Ας έχουμε υπόψη μας πως στα τέλη των Περσικών πολέμων, κατά το 478 π.Χ., η Αθήνα είχε δημιουργήσει την Αττική-Δηλιακή συμμαχία που της προσέφερε τεράστια πλεονεκτήματα τόσο απέναντι στους παραδοσιακούς της αντιπάλους, τους Σπαρτιάτες, όσο και απέναντι στις γειτονικές της πόλεις, την Κόρινθο και τη Θήβα. Η κυριαρχία της Αθήνας απειλούσε τα εμπορικά συμφέροντα των Κορινθίων, ενώ αντίστοιχα οι Θηβαίοι αισθάνονταν διαρκώς ευάλωτοι απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας. Η Βοιωτία, άλλωστε, μετά το πέρας των Περσικών πολέμων είχε περιέλθει υπό τον έλεγχο της Αθήνας, αφού οι Θηβαίοι στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) είχαν προδώσει τους υπόλοιπους Έλληνες κι είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες. Έτσι, η Θήβα είχε υπομείνει την επικυριαρχία της Αθήνας για αρκετές δεκαετίες, ενώ στη μάχη της Τανάγρας το 457 π.Χ. και με τη βοήθεια της Σπάρτης είχε καταφέρει για πρώτη φορά να νικήσει τους Αθηναίους. Μια πρόσκαιρη, βέβαια, νίκη, καθώς λίγους μήνες μετά στα Οινόφυτα οι Αθηναίοι θα κερδίσουν εκ νέου και θα κατοχυρώσουν για μια ακόμη δεκαετία την κυριαρχία τους στη Βοιωτία. Μόλις το 447 π.Χ. με τη μάχη της Κορώνειας θα κατορθώσουν οι Θηβαίοι να αποδεσμευτούν από τον έλεγχο των Αθηναίων.
Χαρακτηριστικό, μάλιστα, για τις προθέσεις της Κορίνθου και της Θήβας απέναντι στην Αθήνα είναι και το γεγονός πως οι δύο αυτές πόλεις δεν είχαν καν επικυρώσει τη συνθήκη ειρήνης του Νικία το 421 π.Χ., που τερμάτιζε το πρώτο μέρος του Πελοποννησιακού πολέμου (τον Αρχιδάμειο πόλεμο 431-421 π.Χ.), με τη σύναψη πεντηκονταετούς ειρήνης. Η Κόρινθος δεν είχε πάρει πίσω την Κέρκυρα και την Ποτίδαια, ενώ η ομοσπονδία των Βοιωτικών πόλεων με προεξάρχουσα τη Θήβα αποζητούσε τη δυνατότητα να εδραιώσει τη δύναμή της. Εύλογα, λοιπόν, τόσο η Κόρινθος όσο και η Θήβα, δεν ήθελαν απλώς μια συμβιβαστική συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά την πλήρη καταστροφή τους, ώστε να έχουν το ελεύθερο να εξυπηρετήσουν τα οικονομικά και επεκτατικά τους σχέδια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου